Κεφάλαιο 1ο

3.4K 101 4
                                    

   Περπατούσε γελώντας στη μέση του δρόμου, κοιτώντας πού και πού δεξιά και αριστερά για να μην τον πατήσει κανένα αυτοκίνητο. Δίπλα του ο Στέφανος, ο Άρης και ο Παναγιώτης, οι συμφοιτητές του στη σχολή που ήταν οι πιο αυθόρμητοι και τρελοί άνθρωποι που είχε γνωρίσει ποτέ του. Πρωί- πρωί, μόλις που είχαν ανοίξει τα μάτια τους και συμπεριφέρονταν σαν μεθυσμένοι. Ένας να το ξεκινούσε και παρασύρονταν όλοι.

-"Αχιλλέα, το βράδυ πάμε στο μπαράκι στην παραλία που είδαμε προχτές. Και μην τολμήσεις και πεις όχι, θα σε πάρουμε σηκωτό και για τιμωρία θα σε πετάξουμε στη θάλασσα." του φώναξε ο Άρης γελώντας. 

-"Είσαι ηλίθιος ρε φίλε. Σου είπα θέλω να διαβάσω λίγο, έρχεται εξεταστική και δεν έχω ανοίξει βιβλίο." του είπε ο Αχιλλέας στον ίδιο τόνο.

-"Αγόρι μου πρώτο έτος, πρώτη εξεταστική! Σιγά μην διαβάσουμε, έχουμε χρόνια μπροστά μας."

   Κλασικός Άρης. Μπορεί να μην ήξερε τα παιδιά πάνω από 5 μήνες όμως είχε μάθει το χαρακτήρα και τις συνήθειες του καθένα. Τους είχε συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή, παρά το ότι ήταν διαφορετικοί από εκείνον. Μπορεί να μην το παραδεχόταν ούτε στον εαυτό του, αλλά ο Αχιλλέας ήταν κατά βάθος ρομαντικός. Δεν ήταν από τους τύπους που κορόιδευαν ό,τι διαφορετικό κινούνταν γύρω του, δεν έκανε εφήμερες σχέσεις χωρίς συναίσθημα και ενδιαφερόταν και για την εσωτερική καλλιέργεια εκτός από την εμφάνιση. Δεν το έβγαζε όμως προς τα έξω. Προτιμούσε την εικόνα του αστείου Αχιλλέα, που ζει τη στιγμή και δεν τον νοιάζει τίποτα. Ήταν πιο ασφαλής, έτσι δεν μπορούσε κανένας και καμία να τον πληγώσει.

   Το Πανεπιστήμιο φάνηκε μπροστά τους και το μεγάλο κτήριο έκρυψε τον ήλιο που ήταν υπερβολικά λαμπερός για Φεβρουάριο μήνα. Το μάθημα ξεκινούσε σε πέντε λεπτά και αν ήθελαν να είναι στην ώρα τους έπρεπε να βιαστούν. Κανένας τους όμως δεν είχε όρεξη να πάει εκεί, ούτε καν ο ίδιος ο Αχιλλέας που λάτρευε τη φυσική και το να περάσει στο Φυσικό ήταν το μεγαλύτερό του όνειρο από τότε που ξεκίνησε το λύκειο.

   Κάνανε μια παράκαμψη και πήγανε στην καφετέρια που τους άρεσε, στο στέκι τους. Πολύβουη και γεμάτη κόσμο, ήταν ότι έπρεπε για παιδιά της ηλικίας τους. Όμως εκείνη τη μέρα συνέβαινε κάτι διαφορετικό. Πολύς κόσμος είχε μαζευτεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο και ακούγονταν δυνατές φωνές. Τα αγόρια πλησίασαν ανυποψίαστοι, κάνοντας χώρο για να περάσουν και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα βρέθηκαν μπροστά. Μόλις ο Αχιλλέας αντίκρυσε αυτό το θέαμα, του ήρθε να λιποθυμήσει.

Σαν μυθιστόρημαWhere stories live. Discover now