Κεφάλαιο 16o

712 66 13
                                    

   Η Μυρτώ του άνοιξε την πόρτα με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη. Η πρώτη του σκέψη μόλις την αντίκρυσε ήταν το πόσο όμορφη ήταν. Τα καστανά μαλλιά της ήταν λυτά και χάιδευαν απαλά το πρόσωπό της, στο οποίο δεν υπήρχε ούτε ίχνος μακιγιάζ, φορούσε ένα απλό κολάν με ένα μπλουζάκι που έγραφε "Sleep less, read more" και περπατούσε με καλτσάκια.

   Τα φώτα ήταν σβηστά, μόνο μικρά φωτιστικά και κεράκια φώτιζαν λίγο τον χώρο. Τα μάτια του έπεσαν πάνω σε δύο ποτήρια με κόκκινο κρασί. Προχώρησε αμέσως προς τα εκεί, κράτησε το ένα στο χέρι του και έδωσε το άλλο στη Μυρτώ.

-"Στην υγειά μας μωρό μου." της είπε γλυκά και, αφού ήπιαν από μια γουλιά, την τράβηξε στην αγκαλιά του.

-"Σ ευχαριστώ για όλα." του είπε η Μυρτώ και τον φίλησε απαλά στην άκρη των χειλιών του.

   Ο Αχιλλέας την παρέσυρε στον καναπέ και την έβαλε να καθίσει στα πόδια του. Έδεσε σφιχτά τα χέρια του γύρω από τη μέση της, τα σώματά τους είχαν κολλήσει μεταξύ τους. "Σ αγαπώ" της ψιθύρισε στο αφτί και την φίλησε με πάθος στα χείλη.

   Όπως μοναδικά ενώνονταν τα χείλη τους κάθε φορά, έτσι ενώθηκαν και τα σώματά τους. Σαν να βρήκαν το συμπλήρωμά τους, αυτό που έλειπε από το παζλ των κορμιών τους και φτάσανε στην απόλυτη ευτυχία ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

- - - - - - - - - -

   Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του με ένα βιβλίο στα χέρια, όμως δεν μπορούσε με τίποτα να συγκεντρωθεί στις γραμμές. Το μυαλό του έτρεχε στη χθεσινή βραδυά, όταν ολοκλήρωσε τη σχέση του με τη Μυρτώ. Θυμόταν τον πόθο που ένιωθε όταν τα χέρια του ακουμπούσαν στο κορμί της αλλά και τα συναισθήματα αγάπης που ένιωθε ταυτόχρονα.

   Ήταν μοναδικό και για τους δύο. Όταν τελείωσαν η Μυρτώ κούρνιασε στην αγκαλιά του και έμειναν εκεί, να μοιράζονται τον ίδιο αέρα και οι ανάσες τους να αποπνέουν ευτυχία. Ήταν καλύτερο από ότι είχε φανταστεί. Η καρδιά του είχε γεμίσει αγάπη και ένιωθε κύματα ευτυχίας να περνάνε κάθε τόσο από το στέρνο του.

   Το κουδούνι χτύπησε και τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Έτρεξε να ανοίξει βιαστικός την πόρτα, ξεχνώντας ότι φορούσε μόνο το μποξεράκι του. Στην πόρτα εμφανίστηκε η Στεφανία, που τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με το φρύδι σηκωμένο και με ένα πονηρό χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη.

-"Θες να με ανάψεις;"  τον ρώτησε με σαγηνευτική φωνή.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Jan 29, 2015 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Σαν μυθιστόρημαWhere stories live. Discover now