Ήταν πεσμένος στη μέση του δρόμου. Τα χέρια του ήταν γεμάτα γρατζουνιές και αίματα και το γόνατό του πονούσε πολύ. Κοίταξε ψηλά μα δεν μπορούσε να δει κανέναν, ο ήλιος τον τύφλωνε. Μα η μέρα δεν ήταν καλοκαιρινή, ένιωθε το κρύο να τον τρυπάει. Είδε μια σκιά στο βάθος, μισόκλεισε τα μάτια του για να καταλάβει ποιος είναι. Ήταν γνωστή σιλουέτα και όσο τον πλησίαζε τόσο πιο εύκολα διέκρινε τα χαρακτηριστικά του ατόμου. Αυτό το περπάτημα, τα μαλλιά, τα μάτια. Ήταν εκείνη. Στάθηκε ακριβώς από πάνω του και τον κοιτούσε με εκείνο το βλέμμα, εκείνο το βλέμμα που έκρυβε πολλά. Μουσική ξεκίνησε να παίζει. Ήταν το τραγούδι του, το "Κοίτα εγώ". Η κοπέλα κοίταξε γύρω της. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ξεκίνησε να τρέχει. Ο Αχιλλέας, ακόμη πεσμένος, της φώναζε, την παρακαλούσε να μείνει. "Μη φεύγεις!"
Ξύπνησε ιδρωμένος. Κοίταξε το ρολόι του στο κομοδίνο. 4 παρά 20. Ζήτημα να είχε κοιμηθεί δύο ώρες, ξάπλωσε νωρίς όμως ο ύπνος δεν τον έπαιρνε. Τι όνειρο κι αυτό. Τι να σήμαινε άραγε; Ήταν τυχαίο ή μήπως έκρυβε κάποιο μήνυμα; Γιατί είχε κολλήσει στο μυαλό του αυτή η κοπέλα; Του άρεσε; Δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο στην εμφάνιση της όμως τα βιβλία που διάβαζε και η μουσική που της άρεσε μαρτυρούσαν ότι ήταν ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Το αποφάσισε, θα μάθαινε περισσότερα για εκείνη, θα έκανε ότι μπορούσε για να ανταλλάξουν δυο κουβέντες παραπάνω. Το πρωί σκέφτηκε και έκλεισε τα μάτια του.
- - - - - - - - - -
Μετά από ένα κουραστικό πρωινό στη σχολή και μία βόλτα με τα παιδιά για φαγητό γύρισε στο σπίτι του με σχέδια στο μυαλό του για το ίδιο απόγευμα. Σκεφτόταν κάθε λεπτομέρεια της σκηνής, κάθε λέξη που θα έλεγε και κάθε κίνηση που θα έκανε. Ήταν ανυπόμονος κι έτσι, παρά την κούρασή του, πήρε το βιβλίο του και έφυγε κατευθείαν για τη βιβλιοθήκη. Μακάρι να είναι εκεί, μακάρι να είναι εκεί.
Απογοητεύτηκε όταν δεν την βρήκε εκεί. Ήταν τόσο έτοιμος να την συναντήσει και να της μιλήσει και σχεδόν θα έβαζε τα κλάμματα όταν κατάλαβε ότι ονειρευόταν και σκεφτόταν κάποια η οποία δεν θα τον θυμόταν καν. Αποφάσισε τελικά απλά να κάτσει και να συνεχίσει το βιβλίο του. Όμως, όπως και την προηγούμενη μέρα, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Όχι, δεν ήταν επειδή δεν είδε την κοπέλα που ήθελε τόσο πολύ να συναντήσει, αυτή ήταν η αφορμή. Ένιωθε πιο μόνος από ποτέ, ότι κανένας ποτέ δεν θα τον αποδεχόταν για αυτό που πραγματικά είναι. Γιατί είχε έναν πόνο στο στήθος και γιατί του ερχόταν να κλάψει;
Άφησε τα δάκρυα να ξεχυθούν από τα μάτια του και κάποιες σταγόνες πότισαν το χαρτί του βιβλίου. Το μυαλό του είχε θολώσει περισσότερο από τα μάτια του. Μικροί λυγμοί ακούστηκαν και το στέρνο του ανεβοκατέβαινε από την προσπάθεια να ανασάνει.
-"Είσαι καλά;" Γύρισε απότομα και διέκρινε την κοπέλα που περίμενε τόση ώρα να τον κοιτάζει. Με την ανάστροφη του χεριού του σκούπισε τα δάκρυά του ντροπιασμένος.
-"Ναι ναι, μια χαρά." της απάντησε γρήγορα γυρνώντας το πρόσωπό του από την άλλη για να μην τον κοιτάει. Όταν τελικά γύρισε, αρκετή ώρα αργότερα, εκείνη ήταν ακόμη εκεί. Κρατούσε ένα χαρτομάντηλο στο χέρι της και του το έδωσε δειλά. Το πήρε και της είπε ένα αχνό ευχαριστώ. Η κοπέλα του χάρισε ένα μικρό χαμόγελο και στη συνέχεια απομακρύνθηκε από δίπλα του και πήγε να διαλέξει βιβλίο.
Γαμώτο γαμώτο γαμώτο, έλεγε από μέσα του ο Αχιλλέας. Δεν έπρεπε να τον δει έτσι, αδύναμο και κλαψιάρη. Ήθελε να της κάνει καλή εντύπωση και η ευκαιρία του είχε μόλις εξανεμισθεί. Βούλιαξε στην καρέκλα του και ευχόταν να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω. Ντρεπόταν τόσο πολύ. Όλα αυτά τα χρόνια είχε προσπαθήσει να ελέγχει τα συναισθήματά του και να μην κλαίει μπροστά σε άλλους, ούτε καν μπροστά στη μητέρα του. Χαμένοι κόποι, χαμένοι. Τώρα δεν είχε καμία ελπίδα μαζί της, πώς να της μιλούσε ενώ ήξερε ότι η κοπέλα θα τον σκεφτόταν να κλαίει;
Έμεινε αρκετή ώρα έτσι, να βρίζει νοητά τον εαυτό του, όταν τελικά αποφάσισε να κάνει κάτι. Δεν ήταν πλέον εκείνο το παθητικό παιδιάκι που το έβαζε κάτω με την πρώτη δυσκολία. Όσο κι αν είχε παρασυρθεί πριν από τα αισθήματα που τον κατέκλυζαν, τώρα ένιωθε ότι ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει αυτή την αναποδιά που έτυχε. Σκούπισε τα υπολείμματα των δακρύων του, φόρεσε το γοητευτικότερο χαμόγελό του και σηκώθηκε πλησιάζοντάς την. Καθόταν στο μεγάλο τραπέζι και διάβαζε, όπως πάντα.
-"Συγγνώμη για πριν, για αυτό που είδες." της είπε και την είδε να σηκώνει τα μάτια της από το βιβλίο.
-"Μην απολογείσαι, δεν έγινε τίποτα." του απάντησε εκείνη χαμογελώντας. Γύρισε αμέσως σε αυτό που διάβαζε, δεν του είπε τίποτα άλλο. Ο Αχιλλέας όμως δεν σταμάτησε εκεί. Τράβηξε την καρέκλα δίπλα της και κάθισε.
-"Με λένε Αχιλλέα." της είπε και της έτεινε το χέρι.
-"Μυρτώ." απάντησε μονολεκτικά και ανταπέδωσε τη χειραψία. Ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να σταματήσει να την κοιτάει.
ESTÁS LEYENDO
Σαν μυθιστόρημα
Novela JuvenilΑχιλλέας. Ένα αγόρι με δύσκολο παρελθόν, προσπαθεί να κρύψει τον πραγματικό του εαυτό, μέχρι τη στιγμή που βρίσκει τον έρωτα. Μυρτώ. Η μυστηριώδης μοναχική κοπέλα που φαίνεται να έχει παραδοθεί στη μοίρα της. Ποια έλξη θα αναπτυχθεί ανάμεσά τους και...