Κεφάλαιο 13ο

545 70 5
                                    

   Το φιλί τους ήταν γλυκό και αλμυρό ταυτόχρονα, χαρούμενο και θλιμμένο, διστακτικό αλλά και κτητικό. Έμειναν εκεί στην εξώπορτα, με τα πρόσωπά τους ενωμένα, τα πόδια τους να τρέμουν και τις καρδιές τους να χτυπάνε δυνατά και να επισκιάζουν όλους τους άλλους ήχους γύρω τους. Ήταν σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος, τα πάντα γύρω τους να πάγωσαν και να έμειναν ακίνητοι παρατηρητές του φιλιού τους.

   Ο Αχιλλέας τράβηξε απαλά τα χείλη του από αυτά της Μυρτώς και την κοίταξε με βλέμμα γεμάτο συναισθήματα. Η κοπέλα δεν έκανε καμία κίνηση, σαν να προσπαθούσε να αποθηκεύσει αυτή τη μαγική στιγμή που είχε μόλις ζήσει. Το μυαλό της σαν να είχε σταματήσει, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Ο Αχιλλέας έκλεισε την πόρτα, που ήταν ακόμη ανοιχτή, και έπιασε τη Μυρτώ από το χέρι. Την οδήγησε στον καναπέ, την έβαλε να κάτσει και έκατσε κι εκείνος απέναντί της.

   Τότε του δόθηκε η ευκαιρία να παρατηρήσει το σπίτι της. Ήταν ένα μικρό δυάρι, με μπεζ τοίχους και καφετί έπιπλα. Δεν είχε βεράντες, μόνο παράθυρα, στα οποία υπήρχαν χοντρές μπεζ κουρτίνες. Ο καναπές ήταν καφέ, ακριβώς μπροστά υπήρχε ένα χαμηλό τραπεζάκι και λίγο πιο κει ένα μικρό γραφείο με βιβλία και ένα λάπτοπ. Ο χώρος ήταν γενικά σκοτεινός και χωριζόταν με μια μικρή πόρτα από τον μέσα χώρο, όπου λογικά ήταν το υπνοδωμάτιο. Αυτό που πρόσεξε και του έκανε εντύπωση ήταν ότι δεν είχε κορνίζες με φωτογραφίες πουθενά, ούτε στο τραπεζάκι ούτε στους τοίχους.

   Η Μυρτώ παρέμενε ακίνητη, με τα μάτια της καρφωμένα στο πάτωμα. Ο Αχιλλέας την κοίταξε και τότε το συνειδητοποίησε. Την έβρισκε όμορφη. Στ' αλήθεια. Μέχρι εκείνη τη στιγμή την περιέγραφε στο μυαλό του ως ένα κορίτσι με μια συνηθισμένη, άχρωμη εμφάνιση αλλά με εκπληκτική προσωπικότητα. Τώρα κατάλαβε ότι τη θεωρούσε και όμορφη. Έμεινε να την κοιτάζει για λίγη ώρα και χαμογέλασε στη σκέψη αυτή.

-"Μυρτώ;" της είπε απαλά ο Αχιλλέας και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. "Μίλησέ μου. Σε παρακαλώ."

   Η κοπέλα φαινόταν να έχει χάσει τις δυνάμεις της. Δεν μπορούσε πλέον να αντισταθεί, να κρυφτεί. Ίσως να είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον. Ίσως να κατάλαβε ότι μπορούσε πλέον να τον εμπιστευτεί. Ίσως και να μην ίσχυε τίποτα από αυτά αλλά για δικούς της, προσωπικούς λόγους να αποφάσισε να ανοιχτεί.

-"Ξέρεις, Αχιλλέα, υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων. Εκείνοι που είναι μόνοι τους από επιλογή κι εκείνοι που δεν έχουν άλλη επιλογή. Εγώ ανήκω στη δεύτερη."

   Ο Αχιλλέας ένιωσε μια σουβλιά στο στήθος του. Το ήξερε εκείνο το συναίσθημα καλά. Είχε μείνει μόνος για πολύ καιρό επειδή δεν είχε επιλογή. Τότε. Όμως δεν είπε τίποτα. Άφησε την κοπέλα να συνεχίσει, δεν έπρεπε να την σταματήσει τώρα που ξεκίνησε.

-"Δεν ήμουνα ποτέ κοινωνικό άτομο ούτε δημοφιλές. Δεν ανοιγόμουν εύκολα και προτιμούσα την ηρεμία από τη φασαρία. Είχα όμως φίλες. Δύο. Γνωριστήκαμε μόλις πήγαμε γυμνάσιο και δέσαμε αμέσως. Ή έτσι νόμιζα τουλάχιστον." 

   Η Μυρτώ έκανε μια μικρή παύση και έπιασε το μέτωπό της. Είχε μεγάλη συναισθηματική πίεση, της την προκάλεσαν οι αναμνήσεις. Ο Αχιλλέας όμως δεν ήθελε να σταματήσει τώρα.

-"Τι συνέβη;" τη ρώτησε σιγανά.

-"Γιατί πρέπει να λένε ψέματα οι άνθρωποι Αχιλλέα; Γιατί πρέπει πάντα κάποιοι, για να ικανοποιήσουν το δικό τους εγωισμό, να υποβιβάζουν τους άλλους;"

   Δάκρυα άρχισαν και πάλι να τρέχουν από τα μάτια της. Καλύτερα, σκέφτηκε ο Αχιλλέας. Όχι, δεν ήθελε να την βλέπει να κλαίει. Όμως, μέσα από τα θολά της μάτια δεν μπορούσε να διακρίνει τις μικρές σταγόνες στην άκρη των δικών του ματιών.

Σαν μυθιστόρημαWhere stories live. Discover now