Το σπίτι του φαινόταν μικρό και αποπνικτικό. Ίσως βέβαια να ήταν και από τα 4 τσιγάρα που κάπνισε το ένα μετά το άλλο μέσα σε ένα τέταρτο. Το σάντουιτς που είχε φάει το μεσημέρι ήταν σαν πέτρα στο στομάχι του και ένιωθε ένα βάρος στο στέρνο του. Τα μάτια του πονούσαν και τα γράμματα στις φωτοτυπίες των μαθημάτων δεν κάθονταν σε ένα σημείο. Το πρωινό σκηνικό τον επηρέασε παραπάνω από όσο περίμενε και από όσο ήθελε. Προσπαθούσε να το ξεχάσει, όμως έμενε εκεί κολλημένο στο μυαλό του και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί με τίποτα σε κάτι άλλο. Έπρεπε να βγει έξω.
'Εβαλε το χοντρό μπουφάν του και βγήκε στη βροχή, που είχε ξεκινήσει παρά τον ήλιο που είχε το ίδιο πρωί. Το κρύο τον έκανε να τρέμει και οι ψιχάλες έβρεχαν τα μαλλιά του όμως δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που ήθελε ήταν να βγει έξω, να ξεφύγει από όλα όσα τον έπνιγαν. Κοίταξε τον ουρανό, ήταν γκρίζος και τα σύννεφα έμοιαζαν να πέφτουν βαριά. Σαν την ψυχή μου. Τα βήματά του τον πήγαν έξω από την Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης. Δεν κατάλαβε καν πώς έφτασε εκεί. Ήταν όμως το καλύτερο μέρος που θα μπορούσε να πάει.
Η βιβλιοθήκη είχε πρόσφατα ανακαινιστεί και δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τις βιβλιοθήκες του εξωτερικού. Ήταν ένα μεγάλο μπεζ κτήριο, τριώροφο, με τεράστιες αίθουσες και παράθυρα. Το περιέβαλλε ένας μικρός αλλά περιποιημένος κήπος, που την άνοιξη γέμιζε λουλούδια. Ανέβηκε γρήγορα τα τέσσερα σκαλάκια της εισόδου και χώθηκε μέσα. Ευτυχώς ήταν ζεστά, είχαν αναμμένα καλοριφέρ. Έβγαλε το πορτοφόλι από την τσέπη του και μέσα στις κάρτες του βρήκε την κάρτα μέλους της βιβλιοθήκης. Την είχε βγάλει στην αρχή της χρονιάς για να μπορεί να μελετάει για τη σχολή, όμως δεν είχε πάει ποτέ εκεί γι' αυτό το λόγο. Πήγαινε όταν ένιωθε ότι ήθελε να ξεφύγει, διάβαζε και ξεχνούσε τον κόσμο γύρω του. Αυτό θα έκανε και τώρα.
Ανέβηκε στο δεύτερο πάτωμα και μπήκε στην αίθουσα στα αριστερά, με τα λογοτεχνικά βιβλία. Είχε τεράστια σταντ για βιβλία στους τοίχους αλλά και σε διάφορα μέρη της αίθουσας και στο κέντρο ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι με καρέκλες. Στο βάθος, ίσα που φαινόταν από την κεντρική πόρτα, υπήρχαν δύο δερμάτινες πολυθρόνες και ένα χαμηλό τραπεζάκι. Ήταν το αγαπημένο του σημείο. Κοίταξε γύρω του, δεν ήταν κανείς άλλος εκεί. Τέλεια. Του άρεσε να είναι μόνος του περιτριγυρισμένος από βιβλία.
Μετά από μια μικρή περιπλάνηση και αφού προσπέρασε τα ήδη διαβασμένα βιβλία κατέληξε σε ένα και το τράβηξε από το ράφι. Προχώρησε αργά προς το βάθος και βολεύτηκε στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Δυο σελίδες μετά και ήδη ο κόσμος γύρω του δεν υπήρχε, είχε χαθεί στα γράμματα του βιβλίου και είχε ταξιδέψει στο μαγευτικό τόπο που διηγούνταν. Ήταν υπέροχη η αίσθηση που του προσέφερε το διάβασμα, μπορούσε να ξεχάσει τόσο εύκολα όσα τον ταλαιπωρούσαν. Ευτυχώς είχε και αυτό.
Ένας θόρυβος ακούστηκε από το διάδρομο και βήματα που κατευθύνονταν προς το μέρος του. Σήκωσε τα μάτια του από το βιβλίο ενοχλημένος, του άρεσε που ήταν μόνος του και δεν ήθελε κανέναν να του χαλάει την ησυχία και να τον αποσπά. Κοίταξε την πόρτα και περίμενε να δει ποιος ήταν αυτός που τον ενοχλούσε. Και τότε την είδε.
YOU ARE READING
Σαν μυθιστόρημα
Teen FictionΑχιλλέας. Ένα αγόρι με δύσκολο παρελθόν, προσπαθεί να κρύψει τον πραγματικό του εαυτό, μέχρι τη στιγμή που βρίσκει τον έρωτα. Μυρτώ. Η μυστηριώδης μοναχική κοπέλα που φαίνεται να έχει παραδοθεί στη μοίρα της. Ποια έλξη θα αναπτυχθεί ανάμεσά τους και...