-"Σταματήστε!!" φώναξε δυνατά χωρίς να το πολυσκεφτεί. Είδε τους δυο γεροδεμένους άντρες να σταματάνε τις κλωτσιές και να τον κοιτάνε. Δεν τους έδωσε σημασία, το βλέμμα του έπεσε κατευθείαν πάνω στο αγόρι που ήταν ξαπλωμένο στο πάτωμα και διπλωμένο στα δύο από τον πόνο. Ήταν μελαμψό, μάλλον από την Αφρική, γύρω στα 14 και από τη μύτη του έσταζε αίμα.
-"Τι έγινε φίλε, μήπως θες να φας κι εσύ καμία;" τον ρώτησε ο ένας από τους δύο και τον πλησίασε απειλητικά.
Η καρδιά του Αχιλλέα κόντευε να σπάσει. Όχι όμως από τον φόβο, αλλά από τα νεύρα. Τους ήξερε καλά πλέον όλους αυτούς τους νταήδες, δεν τους φοβόταν. Τους είχε αντιμετωπίσει και στο παρελθόν, μπορούσε να τους αντιμετωπίσει και τώρα. Τα μάτια του κοίταξαν πάλι το παιδί στο πάτωμα. Κάπως έτσι πρέπει να ήμουνα κι εγώ.
-"Το να χτυπάς ένα αθώο παιδί δεν σε κάνει μάγκα. Φύγε από εδώ τώρα." του είπε σταθερά.
-"Αλλιώς τι ρε; Και σε ξαναρωτάω, θες να φας κι εσύ καμία μπας και μάθεις να μην ανακατεύεσαι;" τον ρώτησε τώρα ο άλλος φανερά πιο θυμωμένος και εκνευρισμένος. Δεν πρόλαβε όμως να πει τίποτα άλλο. Ακούστηκαν οι σειρήνες των περιπολικών, κάποιος θαμώνας του μαγαζιού φαίνεται ότι τους είχε καλέσει. Οι αστυνομικοί τους περικύκλωσαν και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τους συνέλαβαν για τον ξυλοδαρμό του μικρού.
Λίγη ώρα αργότερα η ησυχία είχε επανέλθει στην καφετέρια, όχι όμως και στην ψυχή του Αχιλλέα. Δεν ήθελε να πάει για κατάθεση στο τμήμα, κάποιοι άλλοι που ήταν παρόντες πήγαν, όμως εκείνος δεν ήθελε να ανακατευτεί άλλο. Του είχαν έρθει πάλι στο μυαλό όλα εκείνα, όλα όσα είχε περάσει τα προηγούμενα χρόνια, από τότε που ξεκίνησε το γυμνάσιο.
Δεν ήταν ποτέ από τους ωραίους της τάξης. Μπορεί να μην είχε ακμή, όπως οι περισσότεροι, όμως ήταν σχετικά κοντός, αγύμναστος, φορούσε γυαλιά και ήταν από τους καλούς μαθητές. Ήταν ήρεμος, του άρεσε να βλέπει ταινίες ή να διαβάζει κάποιο βιβλίο χωρίς να ενοχλεί κανέναν. Αυτά τα χαρακτηριστικά ήταν αρκετά για να τον βάλουν στο στόχαστρο. Στα διαλείμματα ανεχόταν τις κοροϊδίες και τις βρισιές των συμμαθητών του. Όμως κάποιοι δεν έμεναν μόνο στη λεκτική βία. Τον περίμεναν σε μικρά σοκάκια την ώρα που γυρνούσε από το σχολείο και του επιτίθονταν σωματικά. Το σώμα του είχε γεμίσει με μελανιές και γδαρσίματα.
Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν για το θέμα αυτό, δεν ήξερε πώς να το αναφέρει ή τι θα μπορούσε να κάνει κάποιος για να τον βοηθήσει. Πρόσεχε μόνο να καλύπτει επιμελώς τα χτυπήματα και να βγαίνει έξω όσο το δυνατόν λιγότερο. Μέχρι τη στιγμή που οι συμμαθητές του του επιτέθηκαν με μαχαίρι. Φοβήθηκε, τρόμαξε, πόνεσε καθώς το μαχαίρι διαπέρασε το δέρμα του και χώθηκε στην κοιλιά του.
Όταν ξύπνησε στο νοσοκομείο τα είπε όλα, όλη την ιστορία του γολγοθά του που κράτησε 2 σχεδόν χρόνια. Ήταν σαν να ξυπνούσε από λήθαργο, ένιωθε ότι μπορούσε να ξαναπάρει τη ζωή στα χέρια του. Έμαθε να σηκώνει να ανάστημά του, να παλεύει για τα δικαιώματά του και να μην αφήνει κανέναν να τον ρίξει κάτω. Με λέξεις και πράξεις αντιμετώπισε όλους όσους δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει πριν.
Η αλλαγή του όμως δεν ήταν μόνο εσωτερική αλλά και εξωτερική. Ξαφνικά ψήλωσε απότομα, ξεκίνησε γυμναστήριο, άλλαξε τα γυαλιά του με φακούς επαφής και ανανέωσε τη ντουλάπα του με ρούχα πιο μοντέρνα και πιο μοδάτα. Ξαφνικά είχε γίνει ένα από τα πιο δημοφιλή παιδιά του λυκείου. Όλοι ήθελαν να κάνουν παρέα μαζί του, τον καλούσαν συνέχεια έξω και τα κορίτσια έκαναν ουρές από πίσω του. Προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί αυτά που είχε όσο πιο πολύ μπορούσε, γιατί ήξερε ότι δεν θα κρατήσουν για πάντα.
Παρόλα αυτά, ο χαρακτήρας του δεν είχε αλλάξει. Διάβαζε ακόμα κάθε βράδυ πριν πέσει για ύπνο λογοτεχνικά βιβλία, στο σχολείο προσπαθούσε να είναι από τους καλούς μαθητές και είχε βάλει στόχο το Φυσικό. Όσον αφορά τα κορίτσια, δεν ενέδιδε σε ό,τι κυκλοφορούσε γύρω του, όσο όμορφες και να ήταν οι κοπέλες. Έψαχνε κάτι το ουσιαστικό. Φυσικά όμως δεν άφηνε αυτόν τον εαυτό του να βγαίνει προς τα έξω, κρατούσε τις σκέψεις και τα συναισθήματα αυτά καλά κρυμμένα. Ακόμη και τώρα έκανε το ίδιο ακριβώς πράγμα.
-"Τι κάθεσαι ρε μαλάκα τόση ώρα έτσι, ούτε τον καφέ σου δεν ήπιες." του φώναξε ο Παναγιώτης και τον έβγαλε από τις σκέψεις του, σταματώντας το flashback του. Έκανε μια αδιόρατη κίνηση με το κεφάλι του και χαμογέλασε. Αυτό έπρεπε να κάνει.
-"Φεύγω, πάω να φάω τίποτα πρόχειρο και μετά για διάβασμα. Τα λέμε ρεμάλια." τους είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα του.
-"Το βράδυ όπως είπαμε έτσι;" του φώναξε ο Άρης.
-"Θα δούμε!" του απάντησε και έφυγε για το σπίτι του. Ήθελε να μείνει λίγο μόνος.
YOU ARE READING
Σαν μυθιστόρημα
Teen FictionΑχιλλέας. Ένα αγόρι με δύσκολο παρελθόν, προσπαθεί να κρύψει τον πραγματικό του εαυτό, μέχρι τη στιγμή που βρίσκει τον έρωτα. Μυρτώ. Η μυστηριώδης μοναχική κοπέλα που φαίνεται να έχει παραδοθεί στη μοίρα της. Ποια έλξη θα αναπτυχθεί ανάμεσά τους και...