Πρόλογος

1.3K 105 14
                                    

   Η Ακρόπολη, ένας χιονισμένος φάρος στο κέντρο τησ πόλης των Αθηνών που απλώνεται γύρω της σαν πιάτο προς κάθε κατεύθυνση, δύση, ανατολή, βορρά και νότο. Πρώτη φορά στα χρονικά είχε χιονίσει τόσο πολύ σε μια χώρα καταδικασμένη λόγω του μεσογειακού της κλίματος σε ήπιους χειμώνες και ζεστά, ξηρά καλοκαίρια.

   Όπως είναι φυσικό κάπου όπου όλα είναι φτιαγμένα με την προοπτική της καλοκαιρίας, με το πρώτο χιονάκι, άρχισαν τα προβλήματα και όταν το λευκό πέπλο ξεπέρασε το μισό μέτρο, τα πάντα κόλλησαν. Δρόμοι χάλασαν, σχολεία έκλεισαν και υπήρξαν πολλά προβλήματα στο ηλεκτρικό δίκτυο.

   Παρόλα αυτά, κανένας δεν έδειξε να ενοχλείται καθώς μικροί και μεγάλοι βρίσκονταν κάθε πρωί στους δρόμους και στα πάρκα, παίζοντας χιονοπόλεμο και φτιάχνοντας χιονάνθρωπους έως ότου ερχόταν το βράδυ και η θερμοκρασία έπεφτε τόσο απότομα που όλοι κλειδαμπαρώνονταν στα σπίτια τους και χώνονταν κάτω από τα σκεπάσματα και τις κουβέρτες.

   Εκείνη, όμως βρισκόταν μέσα σε ένα σπίτι που της ήταν τελείως άγνωστο, σε μια περιοχή που δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί τον εαυτό της να διαμένει, περιμένοντας εκδίκηση. Την εκδίκηση που ήθελε να πάρει από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Της είχε μείνει μόνο ένα βήμα μέχρι το τέλος και μετά θα χανόταν για πάντα. Μια τελευταία πράξη.

   Η δολοφόνος έκλεισε με τρεμάμενα χέρια την μπαλκονόπορτα που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ανοιχτή αφήνοντας το αεράκι να μπαίνει στο δωμάτιο. Δεν την ένοιαζε το κρύο αλλά δεν ήθελε να τη δουν, γι'αυτό έκλεισε και τις κουρτίνες.

    Το άκουσμα των κλειδιών που γύριζαν στην κλειδαρότρυπα ήταν ένα ευχάριστο ξάφνιασμα μέσα στη σχετική ησυχία του σπιτιού (μέχρι τότε το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχιος των πουλιών και των αυτοκινήτων) μιας και δεν ήθελε να σπαταλήσει όλο της το βράδυ γι'αυτόν. Είχε σημαντικότερα πράγματα να κάνει.

   Ο άντρας μπήκε τελείως ανυποψίαστος στο σαλόνι του σπιτιού του, φορώντας ακόμα το κουστούμι της δουλειάς και αφήνοντας το βαρύ χαρτοφύλακα του δίπλα στην πόρτα υψηλής ασφαλείας. Ήταν έτοιμος να περάσει ένα βράδυ μόνος του στο σπίτι του, μόνος με ένα μπουκάλι καλό ουίσκι και ίσως ένα βιβλίο.

   Τότε είδε τη φιγούρα δίπλα στο παράθυρο. Το φως του πορτατίφ που είχε ανάψει, έπεφτε από πίσω της κάνοντας το αδύνατο για αυτόν να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της αλλά ήταν σίγουρος για το ποια ήταν. Είχε δει ειδήσεις, ήξερε τι τον περίμενε, άλλο αν δεν το είχε αποδεχτεί ακόμα.

"Τι θέλεις εδώ;" ρώτησε με φωνή που έτρεμε από το φόβο.

"Δεν ξέρεις;" η δική της ήταν κοροϊδευτική, αλαζονική. Διασκέδαζε με τον πανικό του.

   Ο άντρας έκανε ένα βήμα πίσω παραπατώντας και αρπάχτηκε από ένα τραπεζάκι για να σταθεί όρθιος αλλά με την κίνιση αυτή έριξε κάτω ένα βάζο που θρυματίστηκε. Ένα κομμάτι του μυαλού του που σκεφτόταν ακόμα και δεν είχε θολώσει από το φόβο, στεναχωρήθηκε για το βάζο, κειμήλιο της γιαγιάς του. Ήθελε να τρέξει, να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε αλλά το σώμα του δεν ακολουθούσε τις προσταγές του μυαλού του αλλά έμεινε εκεί, ακίνητος, με τον επικείμενο θάνατο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του.

"Δεν ξέρω τι θέλεις εδώ αλλά είναι το σπίτι μου και δεν έχεις κανένα δικαίωμα..."

   Η φραση του διακόπηκε από ένα και μόνο πυροβολισμό.

Το μπλε τριαντάφυλλοOnde histórias criam vida. Descubra agora