Κάποιες νύχτες, θέλω να ___ στις λέξεις // θέλω να τις πνίξω σε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί // θέλω να τις τεντώσω, να τις κάνω κλωστές, να τις ράψω πάνω στο δέρμα μου // θέλω να τις λιώσω, να τις κάνω σχοινί και να κρεμαστώ // θέλω κάθε φορά που με αγγίζει άνθρωπος να αισθάνεται ότι διαβάζει ένα παλιό βιβλίο // θέλω κάθε φορά που με φιλάει κάποιος να γεύεται νερό από ένα πηγάδι ευχών που εγώ η ίδια έχω γράψει πάνω σε χαρτί // θέλω να μάθω τα μεγαλειώδη μυστικά των ανθρώπων // θέλω οι άνθρωποι αυτοί να με συγχωρέσουν όταν θα τα βάλω πάνω σε χαρτί // θέλω να με καταλάβουν όταν τους ξεγυμνώσω από την ανθρώπινη τους υπόσταση και τους κάνω ιστορίες, έννοιες, σκέψεις // θέλω να βγει από μέσα μου ένα χέρι και να λούσει τον κόσμο με βενζίνα, ύστερα η φλόγα της ψυχή μου να μας κάψει όλους ζωντανούς.
Κάποιες μέρες θέλω να σκίσω τις σελίδες του τετραδίου μου, λες και αυτό θα ξεριζώσει τις σκέψεις από το μυαλό μου που έγραψα σε λευκές σελίδες // θέλω να γράψω μέχρι να με θυμηθώ , ίσως κάποτε ήμουν άνθρωπος, ίσως κάποτε δεν ήμουν μόνο αυτό // θέλω να δω τα αστέρια, που είναι εκεί και περιμένουν να φανούν ακόμα κι αν είναι μέρα // θέλω να σου χαρίσω γαλαξίες, όμως επειδή δεν έχω αρκετά όνειρα σου χαρίζω λέξεις // θέλω να δημιουργήσω μία κρυφή μέρα ανάμεσα στο Σάββατο και στην Κυριακή για όλους εμάς που αισθάνονται μόνοι την Κυριακή // θέλω να σας φωνάξω πως υπάρχει φως.
Μακάρι τις λέξεις που ζουν μέσα μου, αυτές που με τρώνε κάθε μέρα, αυτές που με καταστρέφουν να μπορούσα να τις έβαζα μέσα σε ένα μπαλόνι και να το άφηνα να ταξιδέψει τον γαλαξία μέχρι να βρουν κάποιον άλλον να βασανίσουν. Όμως όσες φορές κι αν τις ξεφορτωθώ, όσες φορές κι αν το μυαλό μου ματώσει πάνω στο χαρτί , οι καινούριες σκέψεις ξαναέρχονται μέσα μου. Είναι ένα βάρος αβάσταχτο, ένα βάρος που το κάνω βόλτα μέσα σε μία Αθήνα. Το τρέφω, το ποτίζω, το μειώνω όταν έρχεται η ώρα. Το γελοίο είναι, αυτό που κάνει την γη να σείεται και τον ήλιο να γελάει είναι πως είμαι μόνη. Οι άνθρωποι που διαβάζουν αυτές τις λέξεις δεν ξέρουν πως δεν ήταν πάντοτε λέξεις, δεν ξέρουν πως κάποτε ήταν δακρυσμένα πράσινα μάτια, μία σπασμένη καρδιά, μαύρα χέρια που σε εμποδίζουν.
Εγώ δεν είμαι σαν εκείνους, είμαι μία αντλία και όταν η νύχτα τους κοιμίσει βγαίνει από μέσα μου μελάνι και λερώνει τις σελίδες της ανθρωπότητας.
Και μέσα σε όλα αυτά, προσεύχομαι γονατιστή να πνιγώ στο μελάνι μου.
YOU ARE READING
Περιθώριο, αστερισμοί, εκρήξεις και άλλα παράξενα πράγματα
Short StoryΜικρές σκέψεις για έναν τεράστιο κόσμο.