Καθόμουν μόνη μου σε ένα παγκάκι και 10η φορά σήμερα σκεφτόμουν και σκεφτόμουν πως έγιναν έτσι τα πράγματα στη ζωή μου. Είμαι χωρίς φίλους το αγόρι με το οποίο είμαι ερωτευμένη έχει μετακομίσει στην Αγγλία και ακόμα αναρωτιέμαι το γιατί. Γιατί να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα στη δική μου ζωή. Γιατί να μην νοιάζεται κανείς για εμένα. Γιατί να μην αξίζω και εγώ λίγο. Και για πολλοστή φορά σήμερα έκλαιγα. Έχω συνηθίσει πλέον. Έχει γίνει μέρος της καθημερινότητας μου. Κοιτούσα το κενό κλαίγοντας και νιώθοντας την καρδιά μου να σπάει σε χίλια κομμάτια. Έβλεπα την πρώην παρέα μου από μακρυά πόσο γελούσαν και πόσο χαρούμενοι φαινόντουσαν. Στεναχωριέμαι που ήμουν το άτομο το δεν έκανε κανένα να γελάσει ποτέ του. Μόνο να υποκρίνονται ήξεραν μπροστά μου. Με λυποντουσαν. Ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο με έκαναν παρέα. Και εκείνη τη στιγμή μου ήρθε στο μυαλό εκείνος. Θεε μου τον έκανα να γελάει. Τόσο όμορφος. Σαν άγγελος ήταν όταν γελούσε. Εκείνες ομως οι αναμνήσεις με κατέστρεψαν. Ήταν το μόνο που μου απέμεινε μετά που έφυγε. Σταματήσαμε και να μιλάμε. Θα ήταν πολύ ντροπιαστικό να του στείλω μήνυμα ενώ ξέρει πως μου αρέσει. Κουνησα το κεφάλι μου αδειάζοντας το από εκείνες τις σκέψεις και σηκώθηκα από το παγκάκι στο οποίο καθόμουν. Είχα αποφασίσει να γυρίσω στο σπίτι μου έτσι και αλλιώς είχε μείνει 1 ώρα μαθήματος και δεν θα έχανα και κάτι. Κοίταξα για τελευταία φορά απέναντι και έφυγα. Το σπίτι μου ήταν 15 λεπτά δρόμος όποτε θα άκουγα λίγη μουσική να ξεχαστώ. Σταμάτησα σε ένα περίπτερο να πάρω κάτι να πιω και συνέχισα το δρόμο μου. Στα 5 λεπτά περπάτημα ένιωσα να με ακολουθεί κάποιος. Γύρισα να κοιτάξω, ένα κεφάλι σκυμμένο σε κινητό είδα. Μου φάνηκε γνωστό αλλα δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα να προχωράω ελπίζοντας για πολλοστή φορά τις 3 εβδομάδες να τον δω μπροστά μου. Προφανώς και σιγά μην γινόταν. Ζητάω πολλά μου φαίνεται. Ένα χέρι με ακούμπησε στη πλάτη. Γύρισα να δω.
- Τι στο...
Και μετά παύση. Πάγωσα. Θεε μου
- Shawn;
Με κοιτούσε με χαμόγελο και ηταν πανέμορφος.
- Γεια σου ον/σου.
Μετά από εκεί σιωπή. Ένιωθα άβολα και δεν ήξερα τι να πω.
- Εμμ χάρηκα που σε είδα καλύτερα να φεύγω έχω αργήσει.
- Επ επ που νομίζεις ότι πας.
Είπε και με τράβηξε κοντά του. Με αγκάλιαζε. Μυρισα για λίγο το άρωμα του. Μεθυστικό όπως πάντα. Μετά από λίγο βγήκα από την αγκαλιά του κι τον κοίταξα στα μάτια.
- Σε ευχαριστώ.
- Για ποιο πράγμα.
- Που μου δείχνεις ότι είσαι δίπλα μου ενώ εγώ είμαι απλά ένας μαλακας που δεν ξέρει τι θέλει.
- Δεν έκανα κάτι αλήθεια.
- Οοο κι όμως έκανες.
- Δεν καταλαβαίνω.
- Χμμ σου θυμίζει κάτι ;
Είπε και μου έδειξε ένα φάκελο. Για κάτσε τον ήξερα εγώ αυτό το φάκελο. ΗΤΑΝ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΣΤΑΛΘΕΙ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ ΑΠΟ ΚΑΝΈΝΑ.
- Που το βρήκες, ποιος στο έδωσε αυτό δεν έπρεπε ποτέ να φτάσει στα χέρια σου.
- Και γιατί παρακαλώ;
- Εεε γιατί...
Και ξεκίνησα να τρέχω. Όχι όχι γαμωτο ποιος το έστειλε. Νόμιζα ότι το είχα χάσει ή ότι το είχα πετάξει. Ααα γαμωτο σκατα. Γύρισα να κοιτάξω πίσω και με κοιτούσε με ένα πονηρό χαμόγελο και ξεκίνησε να τρέχει και αυτός. Ωχχ αυτό δεν ήταν καλό. Αυτό δεν ήταν καθόλου καλό. Ξεκίνησα να τσιριζω ενώ αυτός από πίσω μου γελούσε. Ξαφνικά νιώθω ένα χέρι να με τραβάει κοντά του.
- Νόμιζες ότι θα μου ξεφύγεις τόσο εύκολα;
- Θα μπορούσε να γίνει και αυτό.
- Θα θελες.
- Αχ τι θέλεις.
- Ότι γράφεις εδώ τα εννοείς;
- ...
- Λέγε.
- Ναι.
Είπα και έσκυψα το κεφάλι μου. Εκείνος σήκωσε το πηγούνι μου για να τον κοιταζω στα μάτια. Μου χαμογέλασε και με φίλησε. ΟΠΑ ΤΙ. ΜΕ ΦΙΛΟΎΣΕ.
-Σ'αγαπάω
Χαμογέλασα και χώθηκα στην αγκαλιά του.
- Κι γω. ♡