Κεφάλαιο 14

5.3K 503 52
                                    

Εβίτα

Εκπλήσσομαι που ξύπνησα πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι... ανασηκώνομαι ελαφρώς από τα σκεπάσματα και τεντώνω το κορμί μου. Φοράω ακόμη τα χθεσινά ρούχα, δε θυμάμαι ούτε πως ήρθα και ξάπλωσα στο κρεβάτι... για τέτοια κούραση μιλάμε. Οι πατούσες μου ακουμπάνε τη δροσερή επιφάνεια του πατώματος, σηκώνομαι και βγαίνω από το δωμάτιο για να κατέβω τις ξύλινες σκάλες και να πάω στο μπάνιο. Κοιτιέμαι στον καθρέφτη. Τα μαλλιά μου πετάνε δεξιά κι αριστερά, γελάω... είναι λίγο αστείο το πόσο δεν συνεργάζονται τα μαλλιά μου, αλλά μεταξύ μας είναι και η πρώτη φορά στη ζωή μου που δεν δίνω σημασία. Υπό άλλες συνθήκες θα είχα φρικάρει, θα είχα πάει αμέσως κομμωτήριο και θα ικέτευα τον Τζόρτζιο να βρει μια λύση στο μεγάλο πρόβλημα μου...

Στην κουζίνα η Λουκία ήδη παίρνει πρωινό, της αφήνω ένα φιλί στο μάγουλο και κάθομαι κι εγώ για να φάω. Μου χαμογελάει. Της χαμογελάω κι εγώ, έχω διάθεση σήμερα. Νιώθω αναζωογονημένη. Παίρνω μια φρυγανιά και αλείφω επάνω βούτυρο, ύστερα σκέφτομαι για λίγο αν θέλω μαρμελάδα βερίκοκο ή κεράσι.. χμ ας πάρω το βερίκοκο.

«Πως κοιμήθηκες;» με ρωτάει η Λουκία ενώ πίνει μια γουλιά από τον καφέ της.

«Όμορφα... αν και ήμουν πολύ κουρασμένη! Δεν θυμάμαι καν να φτάνω σπίτι και να φανταστείς κοιμήθηκα με τα ρούχα όπως ήμουν και ξέρεις πόσο το σιχαίνομαι αυτό...» σχολιάζω και γελάω ενώ δαγκώνω μια γενναία μπουκιά από τη φρυγανιά μου.

«Ξέρεις... γι αυτό θα ήθελα να σου πω κάτι..» μου λέει και την κοιτάζω παραξενεμένα.

«Τι καλέ;» άλλη μια γενναία μπουκιά από τη φρυγανιά μου. Αχ καλέ, τι άλλο να φάω μετά;

«Δεν ήρθες μόνη σου χθες... δηλαδή...» πως δεν ήρθα μόνη μου; Α ναι, με τον Ζήση ήμουν και με άφησε κάτω στο δρομάκι.. ή όχι;

Μήπως τσακωθήκαμε και με άφησε το φλωράκι στη μέση του πουθενά; Γιατί δε θυμάμαι τίποτα; Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι... αποκοιμήθηκα στο αμάξι του; Ω Θεέ ρεζιλίκι...

«...είχες αποκοιμηθεί και σε έφερε ο Ζήσης έως το σπίτι!» το είπα εγώ, ρεζιλίκι.

Στραβοκαταπίνω τη μπουκιά μου κι αρχίζω να βήχω... η Λουκία σηκώνεται αμέσως από τη θέση της κι έρχεται να μου χτυπήσει τη πλάτη.

«Ο νονός, ο νονός... κοίτα ψηλά, κοίτα ψηλά!» πίνω λίγο νερό και της λέω πως είμαι καλά.

«Όταν λες με έφερε;» την ρωτάω διστακτικά.

«Ε σε πήρε στην αγκαλιά του και σε έφερε... και σε έβαλε και στο κρεβάτι σου. Τον ευχαρίστησα κι όλας κι από μέρους σου... ααα και είπε να μη πας σήμερα στα δωμάτια, να κάτσεις να ξεκουραστείς είπε. Μωρέ δεν είναι γλυκούλης;» να μη πάω στα δωμάτια; Ναι, σιγά...

Κάνε μου λιγάκι ''χμμμ...''Where stories live. Discover now