Κεφάλαιο 36

1K 181 7
                                    

Η Αυγή είχε φορέσει μαύρη μπλούζα και ένα μαύρο παντελόνι  και περίμενε ανυπόμονα στο δωμάτιό της. Είχαν περάσει μεσάνυχτα και ο Μάξιμος δεν είχε φανεί ακόμη.  Τράβηξε την κουρτίνα στην άκρη και κοίταξε για άλλη μια φορά τον δρόμο μπροστά από το παλάτι που χανόταν μέσα στο σκοτάδι. Οι φύλακες έκαναν βόλτες προσπαθώντας να μείνουν ξύπνιοι. Πως θα μπορούσε ο Μάξιμος να περάσει από την ασφάλεια;


Έριξε την κουρτίνα στην θέση της και πήγε προς το κρεβάτι. Ένα χτύπημα στο τζάμι την ξάφνιασε. Αποκλείεται... Πήγε κι πάλι στο παράθυρο και αυτή την φορά το άνοιξε. Ο Μάξιμος γλύστρισε στο εσωτερικό του δωματίου μοιάζοντας με  σκιά φορώντας την μαύρη στολή του.

"Πως ανέβηκες στον δεύτερο όροφο χωρίς να σε δουν οι φρουροί;" Τον ρώτησε εκείνη με περιέργεια.

Ένα μικρό αυτάρεσκο χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του: " Έχω τον τρόπο μου, όμως τώρα θα πρέπει να κρεμαστείς στην πλάτη μου για να μπορέσουμε να κατεβούμε χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι οι φύλακες." Της έδειξε πως έπρεπε να στηριχτεί επάνω του δένοντας τα χέρια της  στον λαιμό του και ασφαλίζοντάς την επάνω του με την φαρδιά του κάπα: " Κρατήσου  και τύλιξε τα πόδια σου γύρω μου."

Όταν βγήκαν από το παράθυρο η Αυγή αναρωτήθηκε τι σκεφτόταν οταν δέχτηκε την πρότασή του. Ακόμη και αν τα πατήματα του Μάξιμου ήταν σταθερά και εκείνος έδειχνε να κινείται πολύ άνετα ακόμη και με το βάρος της πάνω του, το ύψος ήταν μεγάλο και μια πτώση ...

"Μην ανησυχείς δεν πρόκειται να σε αφήσω να πέσεις." Τον άκουσε να της λέει.

"Οι φύλακες πως και δεν σε είδαν;" Ρώτησε εκείνη δίπλα στο αυτί του.

"Δημιούργησα αντιπερισπασμό. Θα τους απασχολήσει για λίγη ώρα." Έδειχνε σίγουρος.

Ξαφνικά οι φωνές αντρών που πλησίαζαν τον έκαναν να σταθεί ακίνητος.

"Δεν νομίζω οτι πέτυχε ο αντιπερισπασμός σου." Διαπίστωσε εκείνη.

Ο Μάξιμος είπε κάτι που ακούστηκε σαν βρισιά: " Είναι όλοι σε εγρήγορση λόγω των λύκων. Προφανώς δεν αφήνουν στιγμή τα πόστα τους και κάλεσαν ενισχύσεις."

"Δεν θα είναι καλό να σε βρουν εδώ. Θα δημιουργηθεί πρόβλημα με τον βασιλιά Σίμο. Μην κουνιέσαι για λίγο. Πρέπει να πάρω τα χέρια μου από επάνω σου." Η Αυγή έσφιξε πιο δυνατά  τα πόδια της γύρω από την μέση του και σήκωσε τα χέρια  της στον αέρα. Πυγολαμπίδες άρχισαν να συγκεντρώνονται. Η Αυγή έκλεισε τα μάτια της και σκέφτηκε έναν μεγάλο λύκο και οι πυγολαμπίδες ακολούθησαν την σκέψη της και σχημάτισαν έναν φωτεινό λύκο κρυμμένο δίπλα στην πύλη. Κάποιος από τους φρουρούς τον είδε  και άρχισε να φωνάζει . Ο λύκος άρχισε να τρέχει προς τον σκοτεινό δρόμο και οι στρατιώτες τον ακολούθησαν. Ο Μάξιμος επωφελήθηκε από την φασαρία και κατέβηκε γρήγορα. Πάτησαν στο έδαφος και άρχισαν και εκείνοι να τρέχουν.

" Οι ικανότητές σου είναι πολύ χρήσιμες." Της είπε καθώς κατευθύνοντας προς έναν από τους σκοτεινούς δρόμους που οδηγούσαν στην πύλη.

"Πως θα περάσουμε από τους στρατιώτες της πύλης;"

" Εκεί μας περιμένει ο βασιλιάς Σίμος. Έχει υπνωτίσει τους άντρες της πύλης."

"Ωστε πραγματικά και ο βασιλιάς Σίμος έχει δυνάμεις."

" Ναι..."

Έφτασαν στην πύλη όπου οι φύλακες στεκόταν ακίνητοι σαν αγάλματα με τα μάτια ορθάνοιχτα. Οι άντρες έδειχναν  να μην τους βλέπουν αν και ήταν μπροστά τους.

"Χαίρομαι πολύ που ήρθες Αυγή." Ακούστηκε η φωνή του Σίμου μέσα από τις σκιές. Βγήκε στο φως των λαμπών  και της χαμογέλασε.

" Δεν μπορούσα να μην έρθω. Θέλω να ακούσω τι έχετε να μου πείτε."

Ο Σίμος την πλησίασε και της έδειξε την μισάνοιχτη πύλη: " Πάμε;"

 Προχώρησε πρώτος ενώ η Αυγή τον ακολούθησε και τελευταίος ήταν ο Μάξιμος που προχωρούσε ελέγχοντας τον χώρο γύρω τους.

Προχώρησαν οι τρεις τους αμίλητοι μέχρι το σημείο που ήταν στημένες οι σκηνές των ανθρώπων του Σίμου.  Στο κέντρο βρισκόταν η πιο  μεγάλη σκηνή που πάνω της είχε ζωγραφισμένο ένα οικόσημο.

Παντού γύρω υπήρχαν στρατιώτες με στολή παρόμοια με του Μάξιμου, που μόλις τους έβλεπαν κατέβαζαν με σεβασμό το κεφάλι.

Μπήκαν στην σκηνή που έμοιαζε με ένα πολύ άνετο δωμάτιο αν και το κρύο ήταν έντονο.

"Με συγχωρείς αλλά εδώ δεν υπάρχουν οι ανέσεις του παλατιού. Αν κρυώνεις..."

"Όχι μην ανησυχείτε, είμαι εντάξει." Είπε εκείνη σφίγγοντας πάνω της το πανωφόρι της.

Κάθισαν σε δύο καρέκλες και ο Σίμος φώναξε έναν από τους άντρες του να τους πάει τσάι. Η Αυγή παρατήρησε γύρω της τον χώρο. Το φως από τις λάμπες δεν ήταν αρκετό αλλά μπορούσε να διακρίνει τα δέρματα και τις γούνες που προφανώς χρησιμοποιούνταν για να προσφέρουν κάποιου είδους μόνωση και ζέστη.

Ένας στρατιώτης μπήκε στην σκηνή και ακούμπησε στο τραπέζι μια κανάτα που άχνιζε και τρία ποτήρια. Η Αυγή σέρβιρε το τσάι και ο Σίμος κοιτάζοντας την έντονα είπε : " Αυγή, πιστεύω οτι τίποτα από όσα έχεις ακούσει για εμένα δεν είναι κοντά στην αλήθεια. Άφησε με να σου πω μια ιστορία ..."

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣDonde viven las historias. Descúbrelo ahora