|3|

189 28 8
                                    

Είχε κάτσει στην κεφαλή του τραπεζιού, με εμένα να κοιτάζω -όρθια- γύρω μου αμήχανα, χωρίς να γνωρίζω τι έπρεπε να κάνω. Το προσωπείο του δεν πρόδιδε κανένα συναίσθημα, καθώς επεξεργαζόταν κάθε κίνηση μου, κάτι το οποίο μου προκαλούσε περισσότερο φόβο.

Ένα απειλητικό χαμόγελο άρχισε να διαγράφεται στο πρόσωπο του, καθώς με ένα νεύμα του χεριού του, έδειξε την αριστερή θέση στα πλαϊνά του τραπεζιού, σημάδι πως με παρακινούσε να κάτσω. Διστακτικά, άρχισα να κινούμαι προς τα εκεί, με αργά αλλά σταθερά βήματα. Τη στιγμή που κάθισα, η πόρτα άνοιξε, επιτρέποντας την είσοδο δύο γυναικών στο χώρο.

Η πρώτη φορούσε ένα σκούρο γκρι φόρεμα, το οποίο έφτανε μέχρι τους αστραγάλους της. Το λευκό δέρμα της, ερχόταν σε τέλεια αντίθεση με τα κόκκινα, στο χρώμα της φωτιάς, μαλλιά της, ενώ τα πράσινα μάτια της μπορούσαν σίγουρα να σε καθηλώσουν. Το περπάτημα της έδειχνε σιγουριά και κύρος, ενόσω κατευθυνόταν στη δεξιά μεριά του τραπεζιού.

Η δεύτερη διέθετε ένα πράσινο φόρεμα, παρόμοιου σχεδίου με της προηγούμενης. Τα καστανά μαλλιά της έπεφταν αέρινα πάνω στην πλάτη της καθώς περπατούσε, ενώ στο ανοιχτό καστανό των ματιών της, μπορούσες να διακρίνεις ένα βλέμμα ζεστασιάς. Το δέρμα της ήταν ελαφρώς πιο σκούρο από της άλλης γυναίκας και γυάλιζε κάτω από το φως των κεριών. Η συγκεκριμένη, κάθισε δίπλα της.

Και μόλις με κοίταξαν, μόλις τα λαμπερά τους μάτια συνάντησαν τα δικά μου, αναγνώρισα τι ήταν, κάνοντας με να ανοίξω ελαφρώς το στόμα μου, διερετώμενη γιατί βρίσκονταν εδώ.

«Περσεφόνη».

Στο άκουσμα του ονόματος μου, επανήλθα στην πραγματικότητα, ενθυμούμενη το πρόσωπο δίπλα μου. Γύρισα, ελαφρώς προς το μέρος του, φοβούμενη, δίχως να έχω μάθει ακόμα το λόγο της παραμονής μου εδώ.

«Αυτή είναι η νύμφη Μίνθη», ανακοίνωσε, δείχνοντας με το χέρι του την κοκκινομάλλα, «και αυτή η νύμφη Λεύκη», στρέφοντας την προσοχή του στην άλλη, λέγοντας μου κάτι που προφανώς ήξερα.

Υπήρχαν πολλών ειδών Νύμφες με βασικότερες τις Ναϊάδες, οι οποίες ηταν Νύμφες των ποταμών, των πηγών και των κρηνών. Ακολουθούσαν οι Ορεστιάδες, που κατοικούσαν στα βουνά και στις πηγές και τέλος, υπήρχαν και οι Δρυάδες, που ήταν Νύμφες των δέντρων και των λιβαδιών.

Η Μίνθη και η Λεύκη ανήκαν στις Ναϊάδες.

«Χάρηκα», ψέλλισα, κερδίζοντας δύο σφιγμένα χαμόγελα από μέρους τους.

Θεϊκή Μάχη: ΠερσεφόνηWhere stories live. Discover now