🌼

228 36 56
                                    

*το τραγούδι θα βοηθήσει να μπείτε στο κλίμα*

- Από εδώ, ελα προσεκτικά, εκεί γλιστράει λίγο, την καθοδήγησε βοηθώντας την να ανεβεί την παλιά σκουριασμένη σκάλα που μετά βίας άντεχε το βάρος των δύο τους.

Εκείνη άγγιξε με τα ακροδαχτυλα της τον ξεφλουδισμενο τοίχο που περιτριγύριζε το εγκαταλελειμμένο κτήριο και συνέχισε να ανεβαίνει την σιδερένια σκάλα.

Καθώς προχωρούσαν με αργά και σταθερά βήματα που μαρτυρούσαν αυτοπεποίθηση αλλά και μια δόση απτόητης αδρεναλίνης και αγωνίας, επέτρεψε στις σκέψεις της να την παρασύρουν στον όμορφο παραμυθένιο κόσμο των παιδικών της χρόνων.

Βήμα προς βήμα, χανόταν όλο και πιο βαθιά σε εκείνα τα ζεστά πρωινά με τους γονείς της πριν από το σχολείο, στις ατέλειωτες βόλτες στην παραλία, στα εξαντλητικά αλλά γεμάτα θερμές αγκαλιές και στοργικά χαμόγελα παιχνίδια στην μικρή αυλή του παλιού της σπιτιού.

Τα χαρούμενα πρόσωπα των γονιών της, τα ζεστά τους μάτια που φανέρωναν απέραντη αγάπη, τα πλατιά τους χαμόγελα που είχαν μόνιμη θέση πάνω τους, όλα τα μικρά, μα παρόλα τα χρόνια που πέρασαν από τότε που τους είδε, ζωντανά χαρακτηριστικά τους, της δημιουργούσαν ένα έντονο συναίσθημα βαθιάς νοσταλγίας και θλίψης που διαγράφηκε αμέσως στο ήδη χλωμό πρόσωπο της.

- Είσαι εντάξει? την ρώτησε ανήσυχος προσέχοντας τα πρώτα δάκρυα να κυλούν στα ρόδινα της μάγουλα.

Του εγνεψε θετικά προσπαθώντας να χαμογελάσει έστω αχνά χωρίς μεγάλη επιτυχία.

Έστρεψε το βλέμμα της στην παλιά στιφογυριστή σκάλα του ερειπωμένου σπιτιού που φάνταζε ατελείωτη.

“-Σηκω υπναρού! Ώρα για σχολείο!”
“-Μας έχεις κάνει πολύ πιο περήφανους απ'οτι φαντάζεσαι”
“-Χρονια σου πολλα γλυκιά μου, σ'αγαπαμε πολύ!”

Οι φωνές τους τριγύριζαν στο μυαλό της ολοζώντανες, σαν να μην είχαν φύγει ποτέ από κοντά της.

‘Μόνο έτσι θα μπορώ να σας βλέπω πια?’ αναρωτήθηκε επιτρέποντας στα δάκρυα να κυλήσουν υγραίνοντας το πρόσωπο της.

-Ει, φτάσαμε, άκουσε και σκούπισε τα μάτια της με γρήγορες κινήσεις.

Βρέθηκε να αντικρίζει μια σχεδόν κατεστραμμένη, ξύλινη πόρτα της οποίας η κλειδαριά δεν χρησίμευε πλέον λόγω της κατάστασης στην οποία βρισκόταν.

Το αγόρι δεν δυσκολεύτηκε να την ανοίξει με λίγη δύναμη και της έτεινε το χέρι του για να την βοηθήσει να ανέβει.

Διστακτικά τέντωσε τα ακροδαχτυλα της προς το μέρος του και ένωσε τις παλάμες τους, καθώς με μια ώθηση είχε βρεθεί στην μικρή, κενή ταράτσα του σπιτιού.

Προχώρησε αργά προς το κέντρο της και παρατήρησε τον χώρο κάνοντας μικρές σταθερές στροφές γύρω από τον εαυτό της.

Όταν σταμάτησε, γύρισε αργά προς το μέρος του και έμεινε να κοιτά τα πράσινα εκφραστικά του μάτια.

-Δεν είναι τόσο άσχημα ε? την ρώτησε και εκείνη του χαμογέλασε τρυφερά.

-Πως το ανακάλυψες? απόρησε κάνοντας τον να κοιτάξει κάτω κοκκινιζοντας.

-Ξερεις...όταν δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα...

-Με τι?

-Τον κόσμο, την ζωή, την αδικία...όλα αυτά, γύρισε το βλέμμα του στον έναστρο ουρανό που τους περιέβαλε κάνοντας την να τον ακολουθήσει.

Κοιτούσε τα αστέρια και έψαχνε να βρει τα δύο πιο φωτεινά.

Γύρισε το κεφάλι της νιώθοντας το βλέμμα του να την καίει και εκείνος κοκκίνισε ελαφρά κοιτώντας γρήγορα αλλού.

-Έλα μαζί μου, της ζήτησε και την τράβηξε απαλά από το χέρι.

Ακούμπησαν ο ένας πάνω στον άλλο καθώς στήριζαν τους αγκώνες τους στα σκουριασμένα κάγκελα.

-Κοιτα τα φώτα..,της είπε με ένα ονειροπόλο βλέμμα. Κοίτα πόσο μικρά φαίνονται από εδώ τα σπίτια...., συνέχισε. Κοίτα πως απλώνεται η πόλη στα πόδια μας..

Γύρισε και τον κοίταξε.
Αυτό το όμορφο αλλά τόσο θλιμμένο αγόρι που έχει μάθει τι θα πει πόνος από πολύ μικρός.
Αυτό το γλυκό άτομο που της έχει συμπαρασταθεί όσο κανένας.

Το βλέμμα της περιπλανήθηκε από τις άγκυρες του καστανόξανθες μπούκλες που έπεφταν στα καταρράκτης στο μέτωπο του, προς τα σαρκώδη χείλη του και τα έντονα ζυγωματικά του, να στάθηκαν στα μάτια του.

Ένιωσε το χέρι του να αγγίζει τρυφερά το μάγουλο της και να φέρνει το πρόσωπο της πιο κοντά στο δικό του πιέζοντας απαλά τα χείλη τους μεταξύ τους.

Έσπασε την επαφή τους και την κοίταξε με ένα βλέμμα τρυφερότητας και κατανόησης.

-Ολα θα φτιάξουν στο τέλος, της είπε με ένα αισιόδοξο χαμόγελο και έναν τόνο σιγουριάς. Θα το δεις, της ψιθύρισε γυρνώντας το κεφάλι του πάλι προς τον ουρανό.

Σκέφτηκε τα λόγια του για λίγο, και μετά έκανε το ίδιο.

-Καληνυχτα μαμα και μπαμπά, ψιθύρισε κλείνοντας τα μάτια της και αφήνοντας το δροσερό αεράκι να της χαϊδέψει τρυφερά το πρόσωπο.










Η έμπνευση κάνει επιτέλους comeback!

Ευχαριστω για την υποστήριξη!

See u soon!

Anemodarmenh💛
















Μια φορά κι'ενα μπορωWhere stories live. Discover now