Πρόλογος🗝

1K 56 5
                                    

Επιτέλους είχε έρθει η ημέρα του χρόνου όπου ο αδερφός μου και εγώ ήμασταν σε κατάλληλη ηλικία για το Χάβεργκορτ. Είχαμε μόλις κλείσει τα δεκαοχτώ και περιμέναμε για το επίσημο γράμμα του σχολείου να καταφθάσει. Ο δίδυμος αδερφός μου, ο Άσερ, περιφερόταν στο σπίτι ανήσυχος διαπερνώντας τα δάχτυλα των χεριών του μέσα από τις πυκνές του καστανές, κοντές μπούκλες.

«Άσερ θα στο πω για τελευταία φορά, κάτσε κάτω γιατί με έχεις κουράσει. Είναι εκνευριστικό να σε βλέπω να πηγαίνεις από πλευρά σε πλευρά σαν σούστα.» Είπα καθώς έτριψα το μέτωπο μου

«Δεν μπορώ κάθριν! Είμαι υπερβολικά αγχωμένος για να παλουκωθώ κάτω!» Αναφώνησε ενώ σήκωσε τα χέρια του στον αέρα δραματικά

Ήμουν έτοιμη να του πετάξω τις παντόφλες στο κεφάλι όταν ξαφνικά ακούστηκε ο χτύπος του κουδουνιού. Αμέσως σηκώθηκα όρθια και έτρεξα να ανοίξω την πόρτα. Ωστόσο ο Άσερ ήταν πιο γρήγορος από εμένα και πρόλαβε να ανοίξει πρώτος. Μόλις την άνοιξε, βρήκαμε ένα φάκελο πεσμένο στο χαλάκι της εισόδου. Το πήρα στα χέρια μου και έσκισα το φύλλο με γρήγορες κινήσεις. Ξαφνικά ένα άσπρο φως μας τύφλωσε και όλα γύρω μας εξαφανίστηκαν.

Όταν η ορασή μας επέστρεψε στα φυσιολογικά της, όλα γύρω μας ήτανε άγνωστα. Όλα τα δέντρα ήταν ραγισμένα, το γρασίδι ήταν ξεραμένο ενώ ο ουρανός γκρίζος και συννεφιασμένος. Λίγα βήματα πιο πέρα υπήρχε ένα πελώριο κτίριο το οποίο έμοιαζε εξαιρετικά παλιό. Είχε σκονισμένα παράθυρα και σκουρόχρωμα τούβλα. Ολόκληρη η κατασκευή ήταν κάπως περίεργη και ανατριχιαστική.

Ο Άσερ έσμιξε το χέρι μου με το δικό του και διστακτικά με έσυρε μέχρι την είσοδο. Με το που πατήσαμε το πόδι μας στο πρώτο σκαλοπάτι, μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, μας πλησίασε.

«Όνομα παρακαλώ» είπε στεγνά 

«Εμ Άσερ και Κάθριν Φέϊτερ» απάντησε ο Άσερ και ένα αμυδρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της

«Σας περιμέναμε, παρακαλώ ακολουθήστε με και προσέχετε που πατάτε» είπε καθώς άνοιξε την πόρτα και προσπέρασε ένα σπασμένο πλακάκι

Εισήλθε στο κτίριο, έχοντας την κορμοστασιά της σε απόλυτη ευθεία και περπάτησε κατά μήκος του ατελείωτου διαδρόμου με εμάς να την ακολουθούμε σιωπηλά.  Περάσαμε δίπλα από πολλά δωμάτια και κοιτώνες μέχρι που φτάσαμε στο κύριο χώρο. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο τραπέζια και άγνωστους προς εμας ανθρώπους. Χώθηκα μέσα στο πλήθος, σπρώχνοντας τους με τον αγκώνα μου για να περάσω μέχρι που εντόπισα ένα κορίτσι να με χαιρετά. Έριξα μια καλύτερη ματιά προς αυτήν και τότε ήταν που πρόσεξα τα γνώριμα της πράσινα μάτια.

«Λια» μουρμούρισα στον εαυτό μου προτού τρέξω προς αυτήν

Μόλις την έφτασα, της έπιασα τον καρπό και την τράβηξα μέσα στην αγκαλιά μου, σφίγγοντας την ελαφρώς.

«Κάθριν!! Μου έλειψες τόσο πολύ!! Δεν το πιστεύω πως είμαστε πράγματι εδώ!» Αναφώνησε με τον ενθουσιασμό να ρέει στην φωνής της καθώς θαύμαζε το χώρο

«Που είμαστε ακριβώς;» Ρώτησα και αυτό έδειξε να την σοκάρει

«Δεν είναι εμφανές;! Είμαστε στο Χάβεργκορτ!!»

«Ω Θεέ μου!! Μήπως ονειρεύομαι;!»

«Αν πιστεύεις πως ονειρεύεσαι τότε να ξες βλέπουμε το ίδιο όνειρο»

«Τσίμπησε με λίγο»

Με το που ξεστόμισα αυτές τις λέξεις, ένιωσα ένα τσίμπημα στο μπράτσο μου που με έκανε να τσιρίξω από τον πόνο.

«Άουτς!! Λια! Μεταφορικά το είπα! Δεν εννοούσα στα αλήθεια να με τσιμπήσεις!» Γρύλισα και εκείνη απλά μου χαμογέλασε ντροπαλά

«Συγγνώμη, τέλος πάντων, που είναι ο αδερφός σου;» Ρώτησε και πριν καν προλάβω να της απαντήσω μια φωνή απάντησε για εμένα από πίσω μου

«Εδώ είμαι»

Γύρισα προς τα πίσω και βρήκα τον Άσερ να στέκεται και να μας κοιτάει με ένα φαρδύ χαμόγελο στο πρόσωπο του. Ρόλαρα τα μάτια μου αδιάφορα και τότε ήταν που έπεσε νεκρική σιγή στο δωμάτιο. Έστρεψα το βλέμμα μου προς τα εκεί όπου κοίταζαν όλοι και είδα έναν ηλικιωμένο άντρα με μακριά γενειάδα να στέκεται στην μέση του δωματίου με ένα βιβλίο στα χέρια του.

«Καλώς ορίσατε καινούργιοι μας μαθητές, είμαι ο Καθηγητής Άλκστερ και είμαι ο διευθυντής αυτού του σχολείου. Σας συγκέντρωσα εδώ σήμερα για να δείτε σε ποιό κοιτώνα ανήκετε. Οι κοιτώνες μας έχουν ως εξής:. Έχουμε αυτόν της άμυνας εναντίον της μαύρης μαγείας, μετά αυτόν της εκμάθησης της λευκής και τέλος για τους πιο γενναίους από εσάς είναι αυτός της εκπαίδευσης των κυνηγών δηλαδή αυτών που μας προστατεύουν και μάχονται για εμάς. Εφόσον ακούστε το όνομα σας, θα κάνετε ένα βήμα μπροστά και θα τοποθετήσετε το χέρι σας πάνω στο βιβλίο με τον πολύτιμο λίθο, για να δούμε που προορίζεστε.» Ανακοίνωσε και όλοι έκατσαν κάτω

Έπειτα ένας άλλος άντρας άρχισε να καλεί ονόματα. Όταν ήρθε η σειρά της Λίας, μπήκε στον κοιτώνα της λευκής μαγείας. Περίμενα αγωνιωδώς την σειρά μου όταν ο Άσερ περπάτησε προς τα εμένα.

«Μπήκα στον κοιτώνα της άμυνας κατά της μαύρης μαγείας!!» Είπε περήφανα με ένα χαμόγελο

«Μπράβο σου αδερφούλη! Ελπίζω να είμαστε στον ίδιο»

«Και εγώ»

Μου έκανε μια σύντομη αγκαλιά και τότε ήταν που κάλεσαν το όνομα μου. Περπάτησα προς τα μπροστά και σιγά-σιγά τοποθέτησα το αριστερό μου χέρι πάνω στο βιβλίο. Ο μικρός λίθος αμέσως έλαμψε και ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί μου. Τότε είδα τον Άλκστερ να χαμογελάει ελαφρώς πριν μιλήσει με τη βαριά φωνή του.

«Συγχαρητήρια, είσαι τώρα μέλος των κυνηγών»

Χάβεργκορτ Where stories live. Discover now