Κεφάλαιο εικοσιτρία🗝

195 19 3
                                    

«Φίλησα το θάνατο γλυκά, και με επέστρεψε το σκότους η δαγκωνιά»
- • -

Για μερικά λεπτά δεν ήθελα να τον αφήσω από την αγκαλιά μου. Ένιωθα ζεστασιά και ασφάλεια εκεί μέσα, κάτι το οποίο απολάμβανα σε υπέρτατο βαθμό. Ωστόσο ένας απότομος γδούπος με έκανε να αναπηδήσω ξαφνιασμένη προς τα πίσω, κάνοντας τον να με ελευθερώσει από το κράτημα του. Κοίταξα προς τα εκεί από όπου προήλθε ο ήχος και βρήκα τον Άσερ να μας κοιτά με γουρλωμένα μάτια.

«Να σου εξηγήσω» είπε ο Ντάνιελ

Βλεφάρισε σοκαρισμένος και συνέχισε να μας κοιτάει δίχως να πει κουβέντα. Έπειτα με διστακτικές κινήσεις περπάτησε προς την μεριά μου και άπλωσε την παλάμη του προς το πρόσωπο μου. Άγγιξε το μάγουλο μου ελαφρώς και σιγά-σιγά άρχισε να το χαϊδεύει απαλά.

«Εσυ-ει-είσαι ζωντανή» τραύλισε

«Ναι Άσερ είμαι ζωντανή, και είμαι εδώ αδερφούλη μου»

«Μα πως;, εσυ ήσουν, αυτός είπε-» κόμπιασε, χάνοντας τα λόγια του καθώς τον αγκάλιασα σφιχτά

«Το ξέρω Άσερ, το ξέρω, θα σου εξηγήσω τα πάντα»

Αναστέναξε δυνατά και ακούμπησε το σαγόνι του στο ώμο μου καθώς περιέπλεξε τις παλάμες μας παίζοντας με τα δάχτυλα μου. Ξαφνικά ένιωσα τους μύεις του να τσιτώνουν καθώς αποτραβήχτηκε φοβισμένος.

«Είσαι παγωμένη. Γιατί είσαι τόσο κρύα;» Ψιθύρισε

Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω ώστε να μπορούν τα πρόσωπα μας να βρίσκονται σε ίσα απόσταση και έμπλεξα το χέρι μου με το δικό του. Ένιωσε την κρυάδα στο άγγιγμα μου και άρχισε να τρίβει τις παλάμες μου για να τις ζεστάνει. Δυστυχώς όμως ήταν ανώφελο.

«Ότι και αν κάνεις αδερφούλη μου δεν θα πιάσει. Τα χέρια μου θα είναι πάντοτε κρύα» μουρμούρισα

«Γιατί;»

«Είναι που όταν σε σκοτώνει κάποιος, δεν μπορείς να επιστρέψεις στην ζωή ξανά»

«Μα εσυ ακριβώς αυτό έκανες!»

«Ποιος σου είπε όμως πως επέστρεψα έτσι όπως ήμουν πριν πεθάνω;»

«Τι εννοείς αδερφούλα; Με τρομάζεις τώρα. Ως τι γύρισες;»

«Ως νεκρή»

«Ορίστε;!»

«Η ανθρώπινη μορφή μου έχει πεθάνει Άσερ» εξήγησα

«Τι θέλεις να πεις με αυτό;»

Αναστέναξα δυνατά και περπάτησα κάτω από το φως ενός αναμμένου κεριού αφήνοντας την αδύναμη και ασταθή φλόγα του να με φωτίσει. Το χλωμό μου χρώμα ήτανε πάντοτε ορατό υπό το φως και ακόμη και με ένα γελάκι οι κυνόδοντες μου ήταν εμφανείς. Αναφώνησε ξαφνιασμένος αφήνοντας το κινητό του να πέσει στο πάτωμα.

Χάβεργκορτ Where stories live. Discover now