Εξομολόγηση 5/?

6 1 0
                                    

Μετά από εκείνη την ημέρα, άρχισαν τα δύσκολα. Παραπάνω ζήλια, παραπάνω εγωισμός παραπάνω ανασφάλεια.
Μετά απο εναν τελευταίο τσακωμό, αναγκαστικε η φαση να πάρει ενα τέλος. Τέλος που κανείς δεν ήθελε. Μετά απο τότε είδα πως άδικα τεστάρω τις αντοχές μου, ερωτεύτηκα λέξεις, ερωτεύτηκα όσα φαντάστηκα όσα θα μπορούσε να είναι αλλα την αλήθεια ποτέ μου δεν μπόρεσα να την αντέξω.

Είναι το συναίσθημα που βρήκες χαλκό σε ενα βουνό που οι άλλοι έβρισκαν πέτρες και του φέρθηκες σαν χρυσό, από φόβο σε κάνει η αγάπη επαίτη.

Ήμουν πάντα δειλή φοβισμένη απέναντι στην ιδέα της μοναξιάς μου χωρίς εκείνον σε σημείο που πίστεψα πως το τέλος ήταν κοντά.

Δεν ένιωθα έτσι απαραίτητα γιατί ήταν απλα ένα αγόρι που αγάπησα. Όχι, ήταν ενα άτομο σαν οικογένεια, ήταν μια ξεχωριστή σύνδεση που κανείς μας δεν είχε ξανά νιώσει.

Θεοποιούσα την κάθε ματιά του με τα λαμπερά αστραφτα γαλανά του μάτια, κάθε του κίνηση τόσο απαλή, ευγενική με πρόθεση πάντα αγάπης, τα κάστανα του μαλλιά, κυκλοφορούσε στην σκέψη μου πάντα αργά και τώρα κατέληξε να πονά αλλά πήρα στο τέλος πολλά

Ποιος ειπε πως αυτός που δίνει τα πάντα φεύγει πάντα με τα χέρια αδειανά;

Μπορεί όχι συναισθηματικά, όχι σε ποσοστά μπορεί όχι λεφτά, αλλά κάτι καλύτερο κέρδισα πράγματα συνειδητά.

Και τι έμαθα; Κάτι που όλοι και όλες θα έπρεπε να μάθουν. Πως αυτός ο κάποιος που ονειρεύεστε, να σας φροντίζει, να σας κάνει τα χατίρια, να σας έχει σαν θεότητα, να δίνει κομμάτι του εαυτού τους για σας, είναι ο εαυτός σας.

Τώρα αλλού πλέον χαμόγελα
Η τελευταία φορά που τον είδα πριν χαθούμε για καιρό ήταν ένα Σαββάτο εφιάλτης. Είχα βγει με την παρέα μου (απο αλλη πόλη)
Ήμασταν δύο παρέες, σε αυτες ηταν και εκείνος.
Όλη την διάρκεια που ήμουν εκεί την περάσαμε μαζί, με αμηχανία, δάκρυα και παράπονο ώσπου σε μια φάση έφυγε με κάποια παιδιά, δεν πήγα μαζί τους. Το τελευταίο πράγμα που τους είπα ήταν

Να τον προσέχετε και να τον φέρετε όπως σαν τον δίνω.

Σχεδόν 2 ώρες μετά, τον βλέπω να τον κρατάνε 2 φίλοι του με την βότκα και τα τσιγάρα στο χέρι. Με το ζόρι στεκόταν όρθιος, με το ζόρι μιλούσε και με το ζόρι με κοιτούσε. Είχε πιει σχεδον το μισό μπουκάλι μόνος του και ήταν τόσο χάλια σε σημείο να ήμασταν έτοιμοι να τον πάνε σε νοσοκομείο.

Εξομολόγησεις, Λόγια Που Γίνονται ΠοιήματαWhere stories live. Discover now