6ο Κεφάλαιο

558 74 77
                                    

Κύθηρα, μήνας: Μάιος

Άκουσε μέσα στον ύπνο του δυνατούς χτύπους από ντουλάπια που ανοιγόκλειναν

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

Άκουσε μέσα στον ύπνο του δυνατούς χτύπους από ντουλάπια που ανοιγόκλειναν. Δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει... Η μάνα του είχε κάνει πάλι κατάληψη στο σπίτι του παρά τα παρακάλια του. Εκατό φορές το είχε πει στην κυρά Ρένα ότι δεν ήταν μπέμπης πια για να τον νταντεύει ακόμη, μπορούσε και μόνος του να τακτοποιήσει ένα σπίτι. Η Ελληνίδα μάνα όμως ποτέ δεν καταλάβαινε, και ας έλεγε αυτός. Τι να έκανε όμως; Της είχε αδυναμία, όσο και αν την μάλωνε που συνέχιζε να κάνει τα δικά της...

Πέρυσι, είχε σπάσει το πόδι της και από τότε είχε συχνές ενοχλήσεις, λες και κάθισε μια στιγμή να ξεκουραστεί. Σύμφωνα με εκείνη, τα παιδιά της θα την χρειαζόταν πάντοτε κι έπρεπε να είναι εκεί για να τους βοηθήσει. Βέβαια, ο Ορέστης είχε μετακομίσει στο δικό του σπίτι χάρη των παππούδων του που πριν πεθάνουν άφησαν το συγκεκριμένο σπίτι στον μονάκριβο εγγονό τους. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο γιος της έμενε πια μόνος στο δικό του σπίτι δεν την σταματούσε, εκείνη έβρισκε πάλι τον τρόπο να τρυπώσει σε αυτό. Κάθε φόρα που συνέβαινε αυτό καταλάβαινε τι τραβούσε από την μάνα τους η αδερφή του η Θάλεια. Αποφάσισε να σηκωθεί, πριν του γκρεμίσει το σπίτι.

Κατεβαίνοντας τις σκάλες την είδε. Μα που αλλού θα μπορούσε να βρίσκεται η κυρά Ρένα εκτός από την κουζίνα; Σκυμμένη όπως πάντα στον νεροχύτη έπλενε τα πιάτα που είχε αφήσει από το προηγούμενο βράδυ. Χαμογέλασε πονηρά και την πλησίασε αθόρυβα σαν γάτα, μόλις έφτασε κοντά της την αγκάλιασε αιφνιδιαστικά από πίσω, ενώ ταυτόχρονα της άφησε ένα φιλί στο δεξί της μάγουλο. Η γυναίκα, όπως ήταν φυσικό πετάχτηκε από την τρομάρα της.

«Αχ πανάθεμα σε! Χριστούλη μου θα με αφήσεις στον τόπο. Παλιόπαιδο, με κοψοχόλιασες!» του φώναξε η μάνα του ενώ τον χτυπούσε στο μπράτσο με το κίτρινο βιτέξ που κρατούσε στα χέρια της εκείνη την στιγμή.

«Α ρε μάνα! Τι κάνεις πάλι εδώ; Ο μπάρμπα Γιώργος το ξέρει; Ή θα μου γκρινιάζει πάλι ότι τον παραμελείς για τον γιο; Είναι και ζηλιάρης αυτός». Την πείραξε αναφερόμενος στα πρόσφατα παράπονα του πατέρα του, ήταν γνωστό ότι η μάνα του από τότε που μετακόμισε στο δικό του σπίτι πήγαινε συχνά πυκνά για να συμμαζεύει τα πράγματα του παρόλο που το παιδί της κρατούσε σε μια αρκετά καλή κατάσταση το σπίτι, εκείνη ήθελε να ξέρει ότι μπορούσε να βασίζεται πάντα πάνω της.

Έρωτας, γλυκός σαν μέλι; (ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗ)Where stories live. Discover now