μέρος δεκατοτρίτο

102 25 17
                                    

ΜΗΔΕΝ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΠΡΙΝ
(31 Δεκεμβρίου 2018)


Ήταν πίσσα σκοτάδι και η μαμά τότε αποφάσισε πως ήταν η σωστή ώρα για ταξιδάκι. Ήθελε, λέει, να πάμε έτσι τρεις μερούλες διακοπές για να χαλαρώσω από το διάβασμα και το άγχος που με είχε φάει -δεν είχα καθόλου άγχος, άλλες ήταν οι μαλακίες που με έζωναν- ώστε να γεμίσω μπαταρίες για την αντίστροφη μέτρηση που ερχόταν.

Καθόμουν στη θέση του συνοδηγού, με τα ακουστικά στα αφτιά να κοιτάζω έξω από το παράθυρο την Αττική οδό. Ήταν άδειοι, τέτοια ώρα λογικό βέβαια, τα φώτα όλα αναμμένα με ένα πορτοκαλί φως να χύνεται στους δρόμους. Η μαμά δίπλα οδηγούσε, είχε βάλει κιόλας έναν καφέ στη θηκούλα που είχε δίπλα της. Φαινόταν, δε νύσταζε, σε αντίθεση με μένα.

Ένιωθα κουρασμένη, όχι απαραίτητα νυσταγμένη. Αλλά αυτή η κούραση με προκαλούσε να κλείσω τα μάτια μου και να κυλήσω σε ονειρικούς τόπους. Ένα μήνυμα με ξύπνησε. Ήταν η Ντίνα να μου λέει 'καλή χρονιά και εύχομαι να σε δω σύντομα, καλό ταξίδι'.

«Μαμά, αν νυστάξεις, πάρκαρε στην άκρη σε παρακαλώ και κοιμήσου. Δε θέλω να συμβεί τίποτα κακό»

«Σταμάτα μωρέ, θα μας γλωσσοφάς! Άντε κουνήσου από τη θέση σου» είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου, πνίγοντας ένα χασμουρητό. Ωραία, λογικά θα πεθάνουμε σήμερα.

«Μαμά, άστο» μου έριξε ένα αυστηρό βλέμμα και έσκασα. Από το να τσακωθώ μαζί της για άλλη μια φορά, για αυτό το θέμα, προτίμησα να κοιμηθώ. Εξάλλου σήμερα θα ήταν και τα γενέθλιά της. Ας της έκανα το χατίρι, να μην της πήγαινα κόντρα για μια μέρα.

~*~

Άκουγα σειρήνες στο βάθος του ύπνου μου. Δεν ήξερα εάν κοιμόμουν ακόμη ή ήμουν ξύπνια, μα ένιωθα κάτι βαρύ να με έχει πλακώσει, δε μπορούσα να σηκωθώ. Το σώμα μου το ένιωθα πιασμένο και ανίκανο να κουνηθεί έστω μισό χιλιοστό. Πονούσα παντού και μπορούσα να μυρίσω κάτι καμένο και λάδια αυτοκινήτου.

Φωνές, πολλές φωνές που ζάλιζαν το κεφάλι μου. Πραγματικά, ήταν πολύ θολά όλα στο όνειρό μου, δε μπορούσα να ξεχωρίσω τίποτα. Κάποια στιγμή ένιωσα αυτό το τεράστιο βάρος να φεύγει από πάνω μου και κάποιους να με τραβάνε προς μία κατεύθυνση.

Τώρα οι φωνές έγιναν πιο έντονες, κάποιοι με άγγιζαν στο λαιμό και στο χέρι. Μου παίρνουν σφυγμό; Αλήθεια δεν καταλαβαίνω τι σόι όνειρο είναι αυτό, θέλω να ξυπνήσω, μα δε μπορώ.

«Μαμά;» ψιθυρίζω τόσο σιγανά, που δε νομίζω να με ακούει κανείς. Προσπαθώ να κουνηθώ, με ελάχιστη προσπάθεια και νιώθω ένα χέρι να αγγίζει το δικό μου. Είναι πολύ κρύο και άγνωστο για μένα, εύχομαι να είναι όλα καλά.

«Η νεαρή που είναι ζωντανή ονομάζεται Αύρα Ρουσσάκη, ενώ η μητέρα της, η οποία πέθανε ακαριαία από τη σύγκρουση, Μελίνα Τούντα. Θα ψάξουμε να βρούμε που είναι οι συγγενείς της για να τους πούμε την τραγωδία» φωνές, πολλές φωνές που είναι άγνωστες για μένα.

Η μαμά μου; Που είναι η μαμά;

«Μαμά;» μίλησα λίγο πιο δυνατά και προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου, πράγμα που κατάφερα αλλά η όρασή μου ήταν θολή. Είδα δύο μορφές πάνω από το κεφάλι μου, να μου μιλάνε αλλά να μην καταλαβαίνω τι μου λένε. Φορούσαν σκούρα μπλε ρούχα και κάτι έκαναν.

Ένιωθα να μου τρυπάνε τα χέρια, να μου κάνουν μαλάξεις στο στήθος, από αυτές τις έντονες όταν προσπαθούν να σώσουν κάποιον. Μα εγώ είμαι εδώ, δε χρειάζεται να με σώσουν.

«Την χάνουμε!» φώναξε κάποια γυναίκα. Ένα μηχάνημα έκανε έναν σπαστικό ήχο διαρκώς, τουτ τουτ τουτ.

Η μαμά μου γαμώ, που είναι; Πάντα είναι δίπλα μου όταν έχω πρόβλημα!

«Εντάξει! Η κατάσταση είναι πάλι σταθερή» τι λένε γαμώ το κέρατό μου, ποιοι είναι αυτοί;

«Πότε πιστεύετε θα ξυπνήσει η μικρή

«Ευχόμαστε σύντομα»

«Όταν ξυπνήσει να μας καλέσετε να της μιλήσουμε. Είναι ιδιαίτερα σοβαρό»

«Εννοείται!» κάτι πόρτες έκλεισαν, οι σειρήνες ξανά άρχισαν να κάνουν θόρυβο και εμένα κάπου με πήγαιναν, αλλά δεν ήξερα που.

Και τότε συνειδητοποίησα τα πάντα.

Δεν ήταν όνειρο.

Η μαμά μου ήταν νεκρή και εγώ ζούσα ακόμη.

----------------------------
το επόμενο είναι το 1ο κεφάλαιο ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ

Anywhere you go [✓]Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ