Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ.Μέναμε στο ίδιο σπίτι,τρώγαμε μαζί,τον έβλεπα κάθε πρωί πριν φύγει για τη δουλειά κι εγώ για το σχολείο,ωστόσο ποτέ δεν τον ένιωσα κοντά μου,ούτε σαν πατέρα,ούτε σαν άνθρωπο.Ποτέ δεν ήμουν το κορίτσι του μπαμπά,όταν με ρωτούσαν για εκείνον απαντούσα ένα ξερό "καλά είναι" και έφευγα αμήχανα.Έλειπε όλη την ημέρα απ'το σπίτι,είχαμε πάντοτε ο,τι θέλαμε,δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα,τίποτα εκτός από εκείνον.
Απ'όταν έκλεισα τα δεκαέξι,παρατηρούσα συνεχώς μια αναστάτωση στο σπίτι και στον τρόπο που η μητέρα μου συμπεριφερόταν.Σαν κάτι να είχε συμβεί κι εμείς να μην το μάθαμε ποτέ.Ο πατέρας μου πλέον δεν γυρνούσε στο σπίτι αργά το απόγευμα,αλλά τα μεσάνυχτα,πολλές φορές και ξημερώματα.Δεν κοιμόταν,τον άκουγα να μιλάει στο τηλέφωνο νευριασμένα,ψιθυρίζοντας,στην προσπάθεια του να μην τον ακούσουμε.Δεν μιλούσε Ελληνικά,στα αυτιά μου ακούγονταν σαν ακαταλαβίστικα,αλλά τώρα που τα σκέφτομαι ξανά πρέπει να ήταν Ισπανικά.
Μεγάλωσα με πολλά παιχνίδια,ακατάπαυστα δώρα απ'τη μητέρα μου και συνεχή ταξίδια κάθε Σαββατοκύριακο που δεν είχαμε σχολείο.Ζούσαμε σε ένα τεράστιο σπίτι με οικιακούς βοηθούς,είχαμε πολυτελή αυτοκίνητα και παρ'όλα αυτά,ποτέ δεν έμαθα τι δουλειά έκανε ο πατέρας μου.Ποτέ δεν ρώτησα,δεν ενδιαφέρθηκα ιδιαίτερα,τίποτα δεν μου έκανε εντύπωση από τα παραπάνω.Μεγάλωσα με πλούτη και αυτό μου φαινόταν φυσιολογικό,δεν είχα γνωρίσει τη φτώχεια για να καταλάβω.
Ποτέ δεν πήρα το σχολικό για να πάω στο σχολείο,όπως όλα τα παιδιά.Πάντα μας πήγαιναν δύο άγνωστοι για μένα άντρες,που με τον καιρό τους συνήθισα κι έτσι η διαδρομή φάνταζε λιγότερο δυσάρεστη και άβολη,ντυμένοι στα μαύρα,πάντα επίσημοι και επαγγελματίες.Μας μιλούσαν στον πληθυντικό,σχεδόν ποτέ δεν μας κοιτούσαν στα μάτια,λες και εκτελούσαν διαταγές.
Το σπίτι είχε κάμερες στους διαδρόμους,μέσα και έξω,στην αυλή και φυλασσόταν από τέσσερις άντρες όλη την μέρα.Δεν υπήρξε φορά που να μην τους δω εκεί.
Δεν ρωτούσα,δεν μίλαγα γι'αυτό ποτέ,ούτε καν στις αδελφές μου.Έμαθα να ζω με αυτό,ήταν για μένα φυσιολογικό,δεδομένο.
Τώρα που μετακόμισα εδώ κι έχω όλη την ημέρα σχεδόν κενή,σκέφτομαι τα πάντα,αναλύω καταστάσεις και πρόσωπα και συνειδητοποιώ πως κάτι πήγαινε στραβά.Η ξαφνική απώλεια των αδελφών μου,τα υπερβολικά πλούτη,η συνεχής απουσία του πατέρα,το άγχος την μαμάς και η επιθυμία της να φύγω απ'το σπίτι όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, περιπλανιούνται στο μυαλό μου και με βάζουν σε σκέψεις που δεν καταλήγουν καθησυχαστικά.
Ήρθα εδώ σαν κυνηγημένη,γράφτηκα στα τέλη της χρονιάς στο κολέγιο,νοίκιασα σπίτι μακριά από όλους λες και κρύβομαι από κάποιον ή κάτι,αγόρασα αυτοκίνητο και έτσι ζω μια άλλη ζωή απ'τη προηγούμενη,μόνη,λες και κάτι συνέβη και αναγκάστηκα να έρθω εδώ ή μάλλον να με φέρουν εδώ.Δεν ήταν δικιά μου απόφαση,η μητέρα τελικά κατάφερε να με πείσει μέσα σε ένα βράδυ και την επομένη πακέταρα όλα μου τα υπάρχοντα και έφτασα.
Με τη μητέρα μιλάμε κάθε μέρα σχεδόν,με τον πατέρα όμως ποτέ.Βρίσκεται,σύμφωνα με τα λεγόμενα της μητέρας σε επαγγελματικό ταξίδι και δεν θα γυρίσει σύντομα.Όταν τη ρωτάω για τις αδελφές μου ξαφνικά παύει να μιλάει,επικρατεί μια εκνευριστικά παρατεταμένη σιωπή και ύστερα μου πετάει μηχανικά ένα ξερό "καλά είναι,μην ανησυχείς,είναι ευτυχισμένες".Ξέρω ότι μου λέει ψέμματα,η φωνή της ακούγεται λες και κρύβει μυστικά,σαν να θέλει να μου πει κάτι παραπάνω αλλά κάτι φράζει τον λαιμό της και δεν βγαίνει φωνή από μέσα της.
Αφήνοντας όλα αυτά πίσω,γνώρισα κάποιον,εκείνον.
Νομίζω είμαι ερωτευμένη.
Νιώθω κάτι μέσα μου κάθε φορά που τον συναντάω που με κάνει να θέλω να είμαι μαζί του συνεχώς,να τον κοιτάω,να του μιλάω ακατάπαυστα,για τα πάντα.
Είναι φοιτητής,δουλεύει και σπουδάζει ταυτόχρονα,μένει σε ένα μικρό σπιτάκι το οποίο νοικιάζει κι έχει ένα αυτοκίνητο,κόκκινο -πόσο λατρεύω το κόκκινο.Διαβάζει βιβλία,του αρέσει να κοιτάει τη θάλασσα και δουλεύει σε φούρνο.
Θαυμάζω το πόσα πολλά κάνει,μου δίνει έμπνευση.Είναι ο πιο γλυκός και καλός άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ μου.Είναι ταπεινός,δεν έχει ιδέα από χλιδάτη ζωή και αυτό με κάνει να νιώθω ελεύθερη.Μου δίνει την δυνατότητα να αφήσω πίσω μου την προηγούμενη μου ζωή και επιτέλους να ζήσω φυσιολογικά.
Ίσως κάποια στιγμή να του πω τους προβληματισμούς μου σχετικά με τον πατέρα,αλλά νιώθω ότι ακόμα είναι νωρίς.Ποιος ξέρει όμως;Μπορεί να του ανοίξω την καρδιά μου γρηγορότερα απ'ότι νομίζω.Πάντως,αν το κάνω θα στο πω σίγουρα.
Τέλος,σκέφτομαι να πω στη μητέρα να του προσφέρουμε ένα σπίτι εδώ για να μην ζορίζεται τόσο με τα χρήματα για το νοίκι.Ή ίσως να του πρότεινα να έρθει να μείνει μαζί μου,αφού το σπίτι μου φτάνει και περισσεύει για δύο άτομα.Δεν ξέρω,θέλω να τον βοηθήσω αλλά φοβάμαι μη το πάρει στραβά και νομίζει ότι τον λυπάμαι.Ίσως το του πω την επόμενη φορά που θα τον δω.
Ευχήσου μου καλή επιτυχία σε αυτό το εγχείρημα μου.Σε φιλώ γλυκά!
YOU ARE READING
Los Soberanos(Οι Κυρίαρχοι)
Science FictionΟι δολοφόνοι δεν ερωτεύονται,μονάχα μισούν.Είναι κυρίαρχοι των πάντων,δεν έχουν αχίλλειο φτέρνα. Κυκλοφορούν ανάμεσα μας,πολλές φορές τους ερωτευόμαστε,τους αγαπάμε,είναι οι άνθρωποι μας.Είναι οι Los Soberanos .