-Μαφία-

446 26 8
                                    

Έρος (λίγες ώρες πρίν)

Οδήγησα μέχρι το σπίτι ακολουθώντας τον μακρύ δρόμο μέσα από το δάσος. Ο καιρός ήταν μουντός και άκουγα την δυνατή βροχή να σφυροκοπά στο παράθυρο του αμαξιού σαν να ήθελε να εισβάλει μέσα. Ο ουρανός ήταν γκρίζος πράγμα που σήμαινε ότι αυτή δεν θα ήταν η τελευταία βροχή της ημέρας. Ο δρόμος ήταν αρκετά γλιστερός και το νερό έλαμπε καθώς αντανακλούσε τις ακτίνες του ήλιου που μόλις με δυσκολία έκανε την εμφάνιση του. Μόλις άρχιζε να εμφανίζεται το μεγάλο δάσος έστριψα αριστερά και οδήγησα μέσα στον λασπωμένο χωματόδρομο. Τα καταπράσινα δέντρα είχαν στολιστεί με τις σταγόνες της βροχής και είχε σχηματιστεί μια μικρή λιμνούλα ακριβώς από κάτω τους. Μόλις μετά βίας κατάφερα να αποφύγω μια βαθιά λακούβα με το αμάξι και τότε σιγά- σιγά τα δέντρα άρχισαν να αραιώνουν και να εμφανίζουν μία ψηλή μαύρη πύλη η οποία ήταν στολισμένη με δύο καταπράσινους κισσούς ενώ λίγα μέτρα πιο μπροστά ορθωνόταν μια πέτρινη βίλα.

Οδήγησα ήρεμα κατά μήκος του πέτρινου δρόμου μέχρι την είσοδο του γκαράζ ακολουθώντας τα δέντρα του κήπου. Τα παράθυρα του σπιτιού ήταν μεγάλα και έβλεπα τα φώτα μέσα ανοιχτά πράγμα που σήμαινε ότι ο Άρθουρ είχε φτάσει στο σπίτι όπως μου είχε πει από το τηλέφωνο. Αφού κατάφερα να παρκάρω βγήκα από το αμάξι και έκλεισα στην ξύλινη πόρτα του γκαράζ. Έπειτα κατευθύνθηκα προς το σπίτι ανοίγοντας την μεγάλη καφέ εξώπορτα και σπρώχνοντας το ασημί πόμολο. Μπήκα στο λευκό σαλόνι και είδα τον Άρθουρ να κάθεται με τα πόδια του στο τραπέζι και να κοιτάει μελαγχολικά τον καιρό έξω. Μόλις είδε ότι μπήκα στο σπίτι σηκώθηκε και έσκυψε το κεφάλι του σαν δείγμα υποταγής. Τα χέρια του ήταν σχηματισμένα σε γροθιές μια χειρονομία που τόνιζε ότι αυτό που θα μου έλεγε στην συνέχεια δεν θα ήταν και τόσο ευχάριστο. Άνοιξα τον πολυέλαιο και πήγα να καθίσω στον γκρίζο καναπέ δίπλα από το τζάκι.

Ο καιρός είχε χαλάσει πάρα πολύ και έτσι η Σαμάνθα, η γυναίκα του Ντόμινικ ,το είχε ήδη ετοιμάσει για εμάς. Ο Άρθουρ με ακολούθησε με ένα σκυθρωπό βλέμμα και έκατσε στον καναπέ αφήνοντας έναν αναστεναγμό.

"Αφεντικό" είπε με βαριά φωνή και σήκωσε επιτέλους το βλέμμα του να με κοιτάξει.

"Πες μου Άρθουρ" είπα σοβαρά και πραγματικά δεν ήξερα τι να περιμένω αυτή την φορά. Κάθε φορά που είχαμε συνάντηση με τον Άρθουρ μου έφερνε τα χειρότερα νέα. Πέρσι είχε πει πως έπρεπε να πάμε στους Λομπαρντίνι επειδή κάποιος είχε απαγάγει την Σαμάνθα και εννοείται πως ήμουν ο πρώτος που θα πήγαινα μαζί με τον Ντόμινικ. Τότε ήταν η περίοδος όπου φυλακιστήκαμε και βασανιστήκαμε μαζί με τον Ντόμινικ για έξι μήνες και από τότε ο Ντόμινικ δεν μου είχε ξαναμιλήσει ούτε σε εμένα ούτε σε κανέναν. Η Σαμάνθα είχε καταλήξει με σπασμένα πλευρά και μελανιές αλλά ευτυχώς τίποτα παραπάνω.

ΈρεβοςWhere stories live. Discover now