Κεφάλαιο Τέταρτο/ part 1

508 103 112
                                    

Έμεινε να κοιτάζει το κενό. Αυτό που είχε μόλις παραδεχτεί στον Γιοχάννες, τον τρόμαζε. Αισθανόταν άβολα με τις αλλαγές και τα τελευταία χρόνια, διαδέχονταν η μία την άλλη σκορπίζοντας πίσω τους το χάος. Είχε έρθει στην Ελλάδα, καταβάθος με την ελπίδα κάποιες από τις πληγές του παρελθόντος, να έκλειναν μαζί με την αλλαγή του σκηνικού. Αν και αγαπούσε την πατρίδα του τη Γερμανία και πολλές φορές με τον κολλητό του τον Γιοχάννες και την οικογένειά του, είχαν πάει εκδρομές σε μία φάρμα που ανήκε στην οικογένεια της μητέρας του, όποτε επέστρεφε στην υπηρεσία, αισθανόταν μία πίεση στο στήθος και ο μόνος που τον καταλάβαινε, ήταν ο καρδιακός του φίλος. Η οικογένεια του Γιοχάννες, οι παππούδες του, ήταν Εβραίοι που είχαν φύγει από την Γερμανία κακήν κακώς για να επιστρέψουν πολύ αργότερα, μετά την λήξη του πολέμου. Όπως και ο ίδιος υποστήριζε, το Βερολίνο ήταν το σπίτι του και του άξιζε μία δεύτερη ευκαιρία. Με τον Ρούντολφ γνωρίζονταν χρόνια, ήταν αστυνομικοί και φίλοι, ενώ υπήρχαν μέρες που κάθονταν στο τμήμα εκείνο του τείχους του Βερολίνου, στοχάζοντας τους παλαιούς καιρούς και καταλήγοντας να νιώθουν ευλογημένοι, που αν και ο ένας ξανθός και ο άλλος μελαμψός, διαφορετικής καταγωγής, θεωρούνταν ίσοι, βρίσκοντας νόημα σε αυτήν ακριβώς την αντίθεσή τους.

Στην Ελλάδα, ο νεαρός ένιωθε μοναξιά από πολλές πλευρές. Από την μία γιατί ο φίλος του βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά και από την άλλη γιατί η κουλτούρα η ανοιχτόκαρδη του ήταν ξένη. Επιπλέον, είχε βρεθεί να στέκεται στα αποκαΐδια της πατρικής του σχέσης και πλέον πιο μπερδεμένος από ποτέ, καθώς δεν ήταν ούτε και ο ίδιος βέβαιος για τον λόγο που είχε αποφασίσει να παραμείνει και να παλέψει για μία δουλειά και περιουσία που δεν γνώριζε πώς να χειριστεί σωστά, όταν το αγαπημένο του επάγγελμα και η εναπομείνασα οικογένειά του, βρισκόταν στη Γερμανία. Ανακατεύοντας τα μαλλιά του νευρικά και έπειτα στρώνοντάς τα εκ νέου, βγήκε από το γραφείο καρφώνοντας το βλέμμα του στον Αιμιλιανό που ωσάν βρεγμένη γαλή, όπως θα σχολίαζε και ο Νικόλαος, καθόταν ήσυχα στο γραφείο του, καμπουριαστός, με την σουβλερή του μύτη να κοντεύει να αγγίξει το ξύλο.

«Κύριε Λαζαρίδη, μόλις επιστρέψω σας θέλω στο γραφείο μου» η βροντερή φωνή του Ρούντολφ ήχησε και ο αρχιστράτηγος του Ράιχ ανασκουμπώθηκε υπακούοντας στον ανώτατο αρχηγό.

Ο Ρούντολφ εξήλθε, σκεπτόμενος ίσως να πεταχτεί να πάρει έναν χυμό από τον ανακατωσούρη νεαρό απέναντι. Ελαφρώς μαγκωμένος, προχώρησε προς το μέρος του για να δει τον Μάρκο, με το αιώνιο χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό του και την εύθυμη διάθεσή του, να μιλά και να γελά με τους πελάτες. Μόλις το βλέμμα του έπεσε στον νεαρό, ευθύς σοβάρεψε. Ο Ρούντολφ το σκέφτηκε για λίγο και έπειτα απλώς παρήγγειλε ανόρεχτα τον χυμό.

Φοβού την διευθύντριαNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ