Το ξημέρωμα βρήκε τη Βίκυ κλεισμένη στην κρεβατοκάμαρά της να τεντώνεται μουδιασμένα. Οι ηλιαχτίδες ίσα που διαπερνούσαν τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας, οι οποίες φυσικά ήταν πάντοτε κατεβασμένες μιας που σιχαινόταν το πρωινό φως που καραδοκούσε να την ξυπνήσει. Το νυσταγμένο της βλέμμα έπεσε στο ξυπνητήρι και άξαφνα ήταν σαν να δέχτηκε μία γενναία δόση ενδοφλέβιας καφεΐνης. Το άτιμο ρολόι που είχε αποφασίσει για σήμερα να τηρήσει σιγή ιχθύος, έδειχνε οκτώ και τέταρτο. Εννέα έπιανε δουλειά, η οποία μάλιστα κρεμόταν από τα δικά της χέρια. Βγάζοντας μία άηχη κραυγή, άνοιξε την πόρτα και με ένα σπαγγάτο βρέθηκε στο λουτρό να πλένει το πρόσωπό της.
«Καλημέρα» άκουσε μία νυσταγμένη φωνή και το σαγόνι της χτύπησε με φόρα στον παγωμένο σωλήνα της βρύσης.
«Ω, Θεέ» μουρμούρισε και στράφηκε προς το μέρος ενός Άγγελου αναμαλλιασμένου και αγουροξυπνημένου. Η πετσέτα κάλυψε αντανακλαστικά το πρόσωπό της για να νιώσει τα χέρια του να την κατεβάζουν με τρόπο.
«Είσαι μία χαρά. Δεν χρειάζεται να κρύβεσαι» έκανε ένα βήμα πίσω «Και επιτέλους φοράς ένα αναστάσιμο χρώμα» την πείραξε για τις ολοκόκκινες πιτζάμες της. Το σχόλιο την έκανε να χαμογελάσει.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε εξετάζοντας το πρόσωπό του.
Καθώς τα λεπτοκαμωμένα της χέρια διέτρεχαν τα μάγουλά του, ένιωσε να ανατριχιάζει. Ήθελε να κάνει ένα βήμα και να την φιλήσει και όπου τους έβγαζε, ωστόσο με δεδομένο πως είχε καταλάβει τον χαρακτήρα της, δεν θα το επιχειρούσε. Αν ήταν να συμβεί, θα συνέβαινε τότε την κατάλληλη στιγμή, όταν η ατμόσφαιρα θα ήταν ιδανική και εκείνη θα ένιωθε μαζί του ασφάλεια. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα όμως, αμφέβαλε αν μπορούσε ακόμη και ο ίδιος να νιώσει ασφάλεια με τον εαυτό του. Η οικογένειά του κουβαλούσε πολλά σκοτεινά μυστικά, τα οποία ήταν έτοιμος να ανακαλύψει με κάθε κόστος.
Αφήνοντας την κοπέλα να ολοκληρώσει την πρωινή της ετοιμασία, η οποία φάνηκε να διαρκεί δευτερόλεπτα με το άγχος που την κατάτρεχε, ντύθηκε και εκείνος, έπλυνε έπειτα το πρόσωπό του αποφασίζοντας να πάρει ταξί, να αφήσει την Βίκυ στη δουλειά και να συνεχίσει για τον ηλεκτρικό, μήπως αλλάζοντας γραμμές κατόρθωνε να φτάσει κάποια στιγμή στον σταθμό που είχε αφήσει το αυτοκίνητο. Όντας έτοιμοι και οι δύο και με την Βίκυ να έχει φορέσει ένα ολόμαυρο σύνολο, κατέβηκαν τα σκαλιά για να ακούσουν την μπαλκονόπορτα της κυρίας Ανθής να ανοίγει. Η συγκεκριμένη ήταν πάνω από ογδόντα, παλαιών αρχών και έμενε χρόνια στην πολυκατοικία. Μάλιστα την είχαν ορίσει και διαχειρίστρια, καθώς κανένας άλλος δεν είχε την όρεξη να ασχοληθεί και η συγκεκριμένη κατά πώς φαινόταν χρησιμοποιούσε πολλαπλών ειδών εκβιασμούς. Η κοπέλα ωστόσο σκεφτόταν τους εκβιασμούς του Αιμιλιανού που θα την καρτερούσε περιχαρής να συνεργαστούν, μιας που ο ένας ήταν οικονομικός διευθυντής και η εκείνη λογίστρια. Στη διάρκεια της διαδρομής τους μέχρι το καφέ του Μάρκου, παρέμειναν σιωπηλοί και αμήχανοι. Κανένας τους δεν γνώριζε πώς να ξεκινήσει την κουβέντα και τι θα ήταν σωστό να ειπωθεί. Ο Άγγελος για πρώτη φορά στη ζωή του, αδυνατούσε να κάνει κίνηση και να την πλησιάσει. Ήθελε να ζητήσει το τηλέφωνό της προκειμένου να την ξαναδεί, μα υπέθεσε πως κάτι τέτοιο δεν θα ήταν και δική της επιθυμία. Εξάλλου οι δυο τους ήταν διαφορετικοί κόσμοι που δύσκολα θα μπορούσαν να ταιριάξουν. Στα μάτια της ήταν μάλλον το πλουσιόπαιδο με το κολάν για παντελόνι, ενώ εκείνη πίστευε πως στα δικά του ήταν μία εναλλακτική γκοθού. Μόλις το ταξί σταμάτησε, κοιτάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Φοβού την διευθύντρια
MaceraΟ κύριος Ρέινε Έμπερχαρντ είναι ένας ηλικιωμένος διευθυντής ενός τουριστικού γραφείου στον Πειραιά. Με μητέρα ελληνίδα και πατέρα Γερμανό, λατρεύει την Ελλάδα καθώς και τη Καλλίστη τη βοηθό του, η οποία βρισκόταν πάντοτε υπό την προστασία του σε ένα...