Η επόμενη μέρα έμελλε να είναι συννεφιασμένη. Σαν να ετοιμαζόταν μεγαλοπρεπώς να υποδεχτεί και εκείνη με τη σειρά της τα νέα. Ο Ρούντολφ είχε σηκωθεί με αναπτερωμένο το ηθικό, σκεπτόμενος πως επιτέλους είχε κάνει μία αρχή στη ζωή του, μακριά από τα εβένινα πλοκάμια του παρελθόντος. Ωστόσο, μόλις άνοιξε το τηλέφωνό του βρήκε τέσσερις αναπάντητες κλήσεις από ένα άγνωστο, γερμανικό νούμερο. Ευθύς τηλεφώνησε πίσω, ακούγοντας έναν νεαρό άνδρα.
«Γκούτεν Μόργκεν. Ποιος είναι;» ρώτησε νυσταγμένα ακόμη.
«Είσαι ο Ρούντολφ Έμπερχαρντ, σωστά; Είμαι ο Φρίντριχ, ο συνάδελφος που σε αντικατέστησε» η φωνή του ακουγόταν λαχανιασμένη.
«Μάλιστα. Έχει συμβεί κάτι; Μου ακούγεσαι λαχανιασμένος» πρόφερε ο Ρούντολφ.
«Κοίταξε, το γνωρίζω πως είσαι μακριά και πως εμφανώς ο Γιοχάννες δεν με εμπιστεύτηκε από την αρχή ώστε να μου πει όλη την αλήθεια για την υπόθεση που ερευνούσε. Τη δεδομένη στιγμή τον σέβομαι καθώς η θέση του είναι δύσκολη» του είπε και εκείνη τη στιγμή ένιωσε τα χέρια του να παγώνουν και το κορμί του να μουδιάζει ολόκληρο.
«Τι έπαθε ο Γιοχάννες; Μίλησέ μου! Είναι καλά;» ξεκίνησε να φωνάζει για να τον ακούσει να παίρνει μία βαθιά ανάσα.
«Είναι καλά. Τον πυροβόλησαν μεν δύο φορές, αλλά όχι σε σημεία που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του» ήρθε η απάντηση του αστυνομικού και ένα κύμα τύψεων σάρωσε για τα καλά την ψυχή του Ρούντολφ. Εξαιτίας του ο φίλος του κόντεψε να πεθάνει, εξαιτίας ενός θέματος που αφορούσε το δικό του παρελθόν. Δεν μπορούσε όμως να του επιτρέψει να συνεχίσει. Είχε οικογένεια, ανθρώπους που τον χρειάζονταν και αυτή η υπόθεση είχε ξεκινήσει και γινόταν περίπλοκη και επικίνδυνη.
«Φρίντριχ θα έρθω στο Βερολίνο, έστω και για δύο μέρες. Θα σου μιλήσω εγώ για την υπόθεση» πρόφερε ο Ρούντολφ και άκουσε από το βάθος μία γνώριμη φωνή. Εκείνη του αδερφικού του φίλου.
«Να μην πατήσεις δίχως την φροϊλάιν Ασημακοπούλου!» τον πείραξε καθώς έπαιρνε το τηλέφωνο από τον Φρίντριχ και μέσα στη θολούρα του, ο Ρούντολφ ήθελε να τον ρωτήσει πού στο καλό είχε μάθει να προφέρει σε έστω και σπαστά ελληνικά το επίθετό της.
«Μα...Θα την μπλέξω» πήγε να διαμαρτυρηθεί.
«Είναι η τελευταία μου επιθυμία» ήρθε το μακάβριο αστείο του φίλου του και ο Ρούντολφ ετοιμάστηκε να του απαντήσει καταλλήλως, μα τελευταία στιγμή μαζεύτηκε.
ESTÁS LEYENDO
Φοβού την διευθύντρια
AventuraΟ κύριος Ρέινε Έμπερχαρντ είναι ένας ηλικιωμένος διευθυντής ενός τουριστικού γραφείου στον Πειραιά. Με μητέρα ελληνίδα και πατέρα Γερμανό, λατρεύει την Ελλάδα καθώς και τη Καλλίστη τη βοηθό του, η οποία βρισκόταν πάντοτε υπό την προστασία του σε ένα...