Παναγιώτα - Ορέστης (2)

107 30 10
                                    

Έδωσαν ραντεβού στις 9 το πρωί έξω από το σπίτι του Ορέστη. Πέρασε η Παναγιώτα με το αυτοκίνητο για να τον πάρει, με λίγα λεπτά καθυστέρηση. Έκαναν μία στάση σε έναν φούρνο για να πάρουν καφέδες και πρωινό για εκείνους και τους νέους τους φίλους και συνέχισαν την διαδρομή τους. 

Όταν έφτασαν πήγαν να βρουν τον Kevin και την Irene. Τους είδαν να παίζουν με την κόρη της Irene και δεν μπόρεσαν να μην χαμογελάσουν με αυτή την εικόνα. Πήγαν κοντά τους και τους καλημέρισαν. 

Σήμερα, η Παναγιώτα θα έπαιρνε τις συνεντεύξεις για να μπορέσει να αρχίζει σιγά σιγά να συνθέτει το άρθρο της. Πρώτος ήταν ο Kevin. Κανείς τους δεν είχε αντίρρηση να μιλήσουν μπροστά σε όλους οπότε η Παναγιώτα έβγαλε το μαγνητοφωνάκι της και του έκανε την πρώτη ερώτηση.

<Kevin, πόσο καιρό ζεις σε αυτές τις συνθήκες;> 

<Κάτι λιγότερο από ένα χρόνο.> απάντησε εκείνος χωρίς να μπει σε περισσότερες λεπτομέρειες. Ήθελε να βοηθήσει την φίλη του και αυτό του προκάλεσε άγχος.

<Θέλεις να μοιραστείς μαζί μας την ιστορία σου;> τον ρώτησε με σκοπό να τον κάνει να ανοιχτεί.

<Ναι. Είχα μία δική μου επιχείρηση αλλά πριν από περίπου ένα χρόνο πτώχευσα. Αναγκάστηκα να πουλήσω τα πάντα για να μπορέσω να ξεπληρώσω τα χρέη μου. Και τα κατάφερα. Αλλά έχασα πολλά παραπάνω από υλικά πράγματα. Αυτά να σου πω την αλήθεια ποτέ δεν με ενδιέφεραν. Δεν έδινα σημασία αν ζούσα σε μία βίλα έχοντας μία τεράστια τηλεόραση ή αν έμενα σε ένα μικρό διαμέρισμα με τα απολύτως απαραίτητα. Αυτό που είχε σημασία για εμένα ήταν να έχω κοντά μου τους ανθρώπους που αγαπώ. Λίγους μήνες πριν την πτώχευση αρραβωνιάστηκα μία κοπέλα που τότε ήταν όλη μου η ζωή.  Ήμουν πραγματικά ευτυχισμένος. Αλλά μετά από εκείνη την αποτυχία μου όλα στη ζωή μου πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Η γυναίκα που νόμιζα ότι θα περάσω το υπόλοιπο του βίου μου, με παράτησε με την πρώτη δυσκολία. Από ότι φαίνεται με αγαπούσε μόνο όταν μπορούσα να της πληρώνω τα ψώνια και το κομμωτήριο. Αφού τα πούλησα όλα, αναγκάστηκα να γυρίσω στο πατρικό μου. Ξαφνικά, η μητέρα μου αρρώστησε βαριά και την πήγαμε στο νοσοκομείο. Εκεί μάθαμε ότι είχε καρκίνο στο τέταρτο στάδιο και δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσαν να κάνουν για να σωθεί. Μετά από λίγες εβδομάδες νοσηλείας άφησε την τελευταία της πνοή. Ο πατέρας μου δεν άντεξε και μετά από κάποιο καιρό πήγε και την βρήκε. Ήταν πολύ αγαπημένοι και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του χωρίς τον άλλον. Εγώ ήμουν πολύ χάλια τότε. Χωρίς να το καταλάβω εθίστηκα στον τζόγο. Δεν είχα πολλά χρήματα για να παίξω οπότε πόνταρα το σπίτι των γονιών μου και το έχασα. Βρέθηκα στον δρόμο μόνος μου εξαιτίας των δικών μου σφαλμάτων. Κοιμόμουν στα παγκάκια και έτρωγα καμιά φορά πεταμένο φαγητό από τα σκουπίδια. Έμαθα κάποια στιγμή για αυτό το μέρος και αποφάσισα να έρθω εδώ. Δεν είναι καλύτερο από τα παγκάκια αλλά τουλάχιστον βρήκα ανθρώπους σαν εμένα και έγιναν η νέα μου οικογένεια.> ολοκλήρωσε την ιστορία μου με δάκρια στα μάτια. Δεν κατάφερε να κρύψει την θλίψη του για τον χαμό των γονιών του. Αυτό ήταν που του στοίχισε περισσότερο από όλα όσα είχε περάσει.

All over the worldDonde viven las historias. Descúbrelo ahora