Ο 18χρονος Hyun-Ki έκλεισε την πόρτα του μπλε φορτηγού του και βάλθηκε να κοιτάζει το σπίτι της Bong-Cha, μόλις λίγα μέτρα μακριά από εκεί που είχε παρκάρει.
Αναστέναξε και πέρασε με βιασύνη τα δάχτυλα του στα μαλλιά του, σκεπτόμενος πως θα αντιμετώπιζε τους γονείς της κοπέλας.
"Hyun-Ki;" μια φωνή ακούστηκε από μακριά. Ο άντρας γύρισε απότομα το κεφάλι του και είδε μια από τις φίλες της κοπέλας του, να κρατάει ένα μεγάλο καλάθι γεμάτο από πράγματα που δεν ξεχώριζαν μεταξύ τους.
"Kim Choon-Hee." Χαμογέλασε ο Hyun-Ki. Δεν την γνώριζε πολύ καλά, μα ήξερε το όνομα και την μορφή της. Μια από τις λίγες φορές που η Bong-Cha είχε δεχτεί να τον αφήσει να βγει μαζί τους είχαν μιλήσει κάμποσο.
"Τι κάνεις εσύ εδώ;" Ρώτησε η κοπέλα και χαμογέλασε. Ανασήκωσε το μεγάλο καλάθι στα χέρια της και μερικά γυάλινα μπουκάλια χτύπησαν μεταξύ τους.
"Ήρθα να δω τους γονείς της." Απάντησε εκείνος. Έβγαλε το λευκό καπέλο που φορούσε και έστρωσε με βιαστικές κινήσεις τα μαλλιά του. Καθάρισε το λαιμό του και κοίταξε τον ουρανό, που ήταν σκοτεινός και απειλούσε να τους κάνει μούσκεμα.
"Πάλι καλά που είμαι και εγώ εδώ." Χαμογέλασε το κορίτσι. "Τόσο καιρό κρυβόσαστε από τους γονείς της και τώρα είσαι εδώ και..." η Choon-Hee κοίταξε τα μαύρα παπούτσια της. Χτύπησε τις μύτες μεταξύ τους νευρικά και ύστερα αναστέναξε.
"Χαίρομαι που είσαι εδώ." είπε το αγόρι. "Μακάρι να ήταν και εκείνη εδώ. Ξέρω ότι συμφωνήσαμε να τους το πούμε όταν θα τελειώναμε το σχολείο, μα ειδικά μετά από όλα αυτά δεν μπορώ να κρύβομαι άλλο." Ο Hyun-Ki κοίταξε το δαχτυλίδι στο χέρι του.
"Ήταν όμορφη πρόταση γάμου." Σχολίασε η Choon-Hee, φέρνοντας στην μνήμη της την ημέρα που η Bong-Cha είχε πει το ναι, όχι πολύ καιρό πριν. Συμφώνησαν να παντρευτούν λίγους μήνες μετά την αποφοίτηση, να μην είναι ούτε καλοκαίρι, ούτε όμως και φθινόπωρο.
Η Bong-Cha αναγκαζόταν να κρύβει το δαχτυλίδι από τους γονείς και τους συμμαθητές της, κάθε μέρα φαινόταν όλο και πιο νευρική με την κατάσταση.
"Θέλω να το πω σε όλους! Θέλω να το μάθουν όλοι! Δεν αντέχω άλλο." Είχε πει.
"Θεε μου..." Αναστέναξε το αγόρι. "Θέλω απλά να γυρίσει πίσω."
-Θα γυρίσει! Είμαι σίγουρη ότι όπου και να είναι, κοιτάζει το δαχτυλίδι και σε σκέφτεται!
Η Choon-Hee έτρεξε κοντά του βιαστικά, με κίνδυνο να ρίξει κάτω το μεγάλο καλάθι με το οποίο την είχε φορτώσει η μητέρα της. Πριν προλάβει να κάνει το οτιδήποτε, το αγόρι την έσφιξε στην αγκαλιά του.
"Θα γυρίσει." Επανέλαβε η Choon-Hee, προσπαθώντας εν μέρει να πείσει και τον εαυτό της.Αυτό που δεν ήξεραν τα δύο παιδιά, ήταν ότι τα μάτια του Park Jimin ήταν καρφωμένα πάνω τους.
Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο, στα ακουστικά του έπαιζαν οι τέσσερις εποχές του Βιβάλντι. Η μαύρη, αθλητική φόρμα του κολλούσε πάνω στα πόδια του και η ανάσα του ήταν κοφτή. Το στήθος του πονούσε κάθε φορά που προσπαθούσε να μην γίνει αντιληπτός.
Το αίμα του έβραζε από θυμό, καθώς έβλεπε το χέρι του Hyun-Ki να χαϊδεύει την πλάτη της μέλλουσας κούκλας του.__________________________________________
Ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο!
Αν θέλετε ρίξτε μια ματιά στις υπόλοιπες ιστορίες μου, θα το εκτιμούσα παρά πολύ.
Καλή συνέχεια~
YOU ARE READING
Porcelain Dolls || 도자기 인형
FanfictionΗ Choon Hee μένει σε μια ήσυχη γειτονιά σε ένα προάστιο της Σεούλ. Είναι το μόνο παιδί της οικογένειας της, αλλά αυτό δεν είναι εμπόδιο στην φαινομενική ευτυχία της. Μια μέρα αποκτά έναν καινούργιο γείτονα ονόματι Park Jimin και η ζωή της αλλάζει ρι...