Ο Hyun-Ki κάθισε στον καναπέ, απέναντι από την πολυθρόνα στην οποία καθόταν ο πατέρας της Bong-Cha. Η Choon-Hee με την μητέρα της φίλης της τακτοποίησαν τα φαγητά που έστειλε η Kyung-Mi στην κουζίνα και γρήγορα γύρισαν πίσω στο σαλόνι.
Οι γονείς της Bong-Cha έμοιαζαν σαν ζωντανοί νεκροί: με μαύρους κύκλους να αγκαλιάζουν τα μάγουλα τους που είχαν γίνει κατακόκκινα, με χέρια τρεμάμενα και βλέμματα απλανείς που άλλαζαν βιαστικά πορεία, ίσως ψάχνοντας την Bong-Cha κάπου στο δωμάτιο.
"Δεν ήξερα." Μουρμούρησε ο πατέρας της. "Δεν ήξερα ότι σχεδιάζατε να παντρευτείτε." Η χρήση του παρελθοντικού χρόνου έκανε τον Hyun-Ki να ανατριχιασει.
"Ήθελα να είμαι ξεκάθαρος απέναντι σας." Είπε. Η φωνή του έσπαγε σε κάθε λέξη, τα χέρια του έμεναν μπλεγμένα μεταξύ τους και καταρράκτες δακρύων απειλούσαν να ορμήσουν στα μάγουλα του. Μα δεν τα άφησε.
"Ήθελε να σπουδάσει." Χαμογέλασε με πίκρα ο πατέρας της Bong-Cha. Αυτή την φορά η Choon-Hee ήταν εκείνη που ανατριχιασε, ακούγοντας τον παρελθοντικό χρόνο. "Θα την άφηνες να σπουδάσει; Θα της έκανες παιδιά από το πρώτο δευτερόλεπτο; Είχατε προχωρήσει;" Σε μια παράλογη στιγμή φρενίτιδας, οι ερωτήσεις βγήκαν σαν σφαίρες από τα χείλη του πατέρας της Bong-Cha.
"Du-Ho!" Φώναξε ξαφνικά η μητέρα της Bong-Cha. "Δεν είναι ερωτήσεις αυτές!" Ο τόνος της φωνής της χαμήλωσε κάτω από το έκπληκτο βλέμμα του άντρα της.
"Θα την αφήσω να σπουδάσει." Είπε χαμηλόφωνα ο Hyun-Ki. "Θα την αφήσω να κάνει ο,τι θέλει, αρκεί να είναι ευτυχισμένη!" Συμπλήρωσε.
"Μιλάς σαν να πιστεύεις ότι είναι ακόμα ζωντανή." Ο Du-Ho άναψε ένα τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό προς τα αριστερά του. "Πιστεύεις ότι είναι ζωντανή;" Ακόμα μια ερώτηση.
"Τι εννοείται; Η Bong-Cha είναι ζωντανή! Το πιστεύω με όλη μου την δύναμη!" Ο Hyun-Ki είχε αρχίσει να απελπίζεται.
"Νομίζεις ότι η πίστη είναι αρκετή για να σώσει έναν άνθρωπο; Νομίζεις πως αν πιστέψεις κάτι με όλη σου την δύναμη αυτό πραγματοποιείται;" Το τσιγάρο έφυγε απότομα από τα χέρια του Du-Ho και προσγειώθηκε με δύναμη στο τασάκι.
"Πάψε!" Φώναξε η μητέρα της Bong-Cha. "Πώς μπορείς να μιλάς έτσι;"
-Λογικέψου, Jin-Kyong! Το κορίτσι μας χάθηκε, χάθηκαν και τόσα άλλα παιδιά τους τελευταίους μήνες, σταμάτα να λες ψέματα στον εαυτό σου!
Αυτό που είχε ξεκινήσει ως μια συζήτηση μεταξύ πολιτισμένων ανθρώπων είχε γίνει πια διαμάχη μεταξύ δύο πληγωμένων ψυχών.
Η Jin-Kyong έσφιξε τα νύχια στις παλάμες της και σηκώθηκε όρθια. Άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει, μα δεν τα κατάφερε. Έφυγε βιαστικά από το σκοτεινό σαλόνι και κλείστηκε στο δωμάτιο της. Ο δυνατός κρότος της πόρτας έκανε τα παλιά παράθυρα να μουγκρίσουν ενοχλημένα. Τα δύο παιδιά έμειναν να κοιτούν την ξύλινη σκάλα μην μπορώντας να αρθρώσουν λέξη.
"Μας συγχωρείτε. Δεν ήρθατε την κατάλληλη στιγμή, είναι ώρα να φύγετε." Ο Du-Ho εγνεψε προς την πόρτα και τα δύο παιδιά έφυγαν βιαστικά από εκείνο το σπίτι, το καθένα να νιώθει ότι δεν θα είχε ποτέ ξανά το κουράγιο να πατήσει εκεί."Δεν περίμενα να είναι έτσι..." Το κεφάλι της Choon-Hee πονούσε. Η πίεση χτυπούσε δυνατά τους κροτάφους της, και το στομάχι της άλλαζε σιγά σιγά θέση μέσα της. Ακούμπησε την πλάτη της στο μπλε φορτηγό και κάλυψε το μέτωπο της με την παλάμη της.
"Δεν πειράζει." Ο Hyun-Ki φύσηξε τον καπνό από το τσιγάρο του προς τον ουρανό που, εκείνες τις μέρες, έμοιαζε πάντα συννεφιασμένος. "Μακάρι να μπορούσα να την προστατεύσω. Μακάρι να είχα κοιμηθεί μαζί της εκείνο το βράδυ, να ήμουν δίπλα της, να-" μα πριν προλάβει να τελειώσει την λίστα με τα μακάρι η ζέστη αγκαλιά της Choon-Hee τον διέκοψε.
"Θα βρεθεί." Είπε, χωρίς να νιώθει ούτε λίγο σίγουρη. "Θα το δεις, θα γυρίσει! Θα γυρίσει και θα φοράει το δαχτυλίδι σου και θα κάνετε μια ντουζίνα παιδιά και θα έχετε σπίτι με λευκό φράχτη και σκυλιά και τα Σαββατοκύριακα θα πηγαίνετε εκδρομές και θα ανεβαίνετε σε βουνά που τόσο πολύ της αρέσουν και θα τρώμε τηγανητό κοτόπουλο στο μπαλκόνι όταν εγώ και ο άντρας μου θα ερχόμαστε να σας δούμε και θα βγαίνουμε σαν ζευγάρια και θα μιλάμε για την δουλειά και για αρρώστιες και θα γελάμε με τους γείτονες και θα κάνουμε πάρτι γενεθλίων στα παιδιά μας όταν θα γυρνάνε από το σχολείο και θα μου φτιάχνει τα νύχια κάθε τρίτη Κυριακή του μήνα γιατί τότε το αγαπημένο της μαγαζί φέρνει τον αγαπημένο της καφέ και θα ζωγραφίζεις με θέα την θάλασσα όσο εγώ κι εκείνη θα παίζουμε με τα παιδιά στην παραλία και θα λέμε πόσο πολύ βαριομαστε την δουλειά και πόσο κουραστικές φαντάζουν οι Δεύτερες και θα κλαίμε αγκαλιά όταν τα παιδιά μας θα φύγουν για σπουδές και θα κλαίμε ακόμα αγκαλιά όταν θα παντρευτούν και εκείνα και θα γεράσουμε η μία στην αγκαλιά της άλλης και θα πεθάνουμε ευτυχισμένες που αυτός ο εφιάλτης τελείωσε και όλα, όλα μα όλα, όλα θα μοιάζουν μακρινά και αστεία και ηλίθια σαν ανέκδοτα και... Και..." Ο λαιμός της Choon-Hee είχε στεγνώσει με επιτυχία. Καυτά δάκρυα έτρεχαν στα ροδαλά μάγουλα της, η καρδιά της χτυπούσε στα τρελή και τα χέρια της έσφιξαν απότομα το ύφασμα του τζιν μπουφάν του Hyun-Ki.
Τα χέρια του αγοριού έσφιξαν την μικροσκοπική κοπέλα πάνω του. Χωρίς να το καταλάβει είχε αρχίσει κι εκείνος να κλαίει με παράπονο.
"Ναι, ναι!" Φώναξε. "Αυτό είναι τέλειο, έτσι θα γίνει, θα το δεις, έτσι θα γίνει!"
YOU ARE READING
Porcelain Dolls || 도자기 인형
FanfictionΗ Choon Hee μένει σε μια ήσυχη γειτονιά σε ένα προάστιο της Σεούλ. Είναι το μόνο παιδί της οικογένειας της, αλλά αυτό δεν είναι εμπόδιο στην φαινομενική ευτυχία της. Μια μέρα αποκτά έναν καινούργιο γείτονα ονόματι Park Jimin και η ζωή της αλλάζει ρι...