Κεφάλαιο 9~ "Ήθελες να δεθούμε κι εγώ το έλυνα."

155 15 8
                                    


Διάδρομος νοσοκομείου. Άσπρο, μυρίζει οινόπνευμα και αρρώστια από τους γύρω χώρους. Οι νοσοκόμες και οι γιατροί κοιτούν με βλέμματα απέχθειας, παρ' όλο που είναι οι μόνοι άνθρωποι που βλέπεις. Αρχές Σεπτέμβρη κι όμως στο μυαλό της Αγγελικής το ψυχρό και απόμακρο δωμάτιο του νοσοκομείου έμοιαζε η καρδιά του χειμώνα. Το ρολόι έδειχνε 01:30 και ρο ημερολόγιο έλεγε 13 Σεπτεμβρίου. Ανοίγοντας τα μάτια της παραξενεύεται. Αναρωτιέται πώς βρέθηκε εκεί και γιατί δεν είναι κάποιος δίπλα της. Πονάει. Δεν μπορεί να προσδιορίσει το πού, αλλά ξέρει ότι πονάει. Το πρώτο πράγμα που σκέφτεται είναι ο Μανώλης. Προσπαθώντας να κάνει τη νοσοκόμα να την προσέξει, το χέρι της ακουμπά ένα διπλωμένο χαρτί στην άκρη του κρεβατιού.

Σε αυτό το σημείο ίσως αναρωτιέστε πώς βρεθήκαμε εδώ. Συγχωρέστε μου τη βιασύνη και την παράληψη κάποιων γεγονότων της ιστορίας μας κι εγώ άνθρωπος είμαι και ξεχνάω (ή και όχι). Όσο καλοκαίρι είχε απομείνει στα δύο παιδιά, το πέρασαν μαζί. Ο ήλιος, η θάλασσα και τα μεθύσια στα παγκάκια της Αθήνας τους έκαναν να βάλουν στην άκρη, έστω και για λίγο τις σκέψεις που τους βασάνιζαν καθημερινά. Ο κάθε άνθρωπος όμως, κουβαλάει τον δικό του σταυρό. Με τους δικούς του δαίμονες συνομιλεί κάθε βράδυ πριν τα μάτια του κλείσει, ψάχνοντας για μια όαση ανακούφισης στον ύπνο. Έτσι λοιπόν και αυτοί οι δυο, όσο και να ήθελαν να βάλουν πρώτα τη χαρά τους και των έρωτά τους, δεν μπορούσαν. Αναπάντητα ερωτήματα, ανησυχίες, ανασφάλειες, κούραση, έβγαιναν κάθε μέρα και περισσότερο στο φως κάνοντάς τους να ξεχνάνε τις όμορφες στιγμές τους.

Μετά από μια κουραστική βδομάδα, τα μόνα άτομα που ήθελαν να δουν ήταν ο ένας τον άλλον. Έτσι αποφάσισαν να βγουν ραντεβού. Και πού αλλού θα μπορούσαν να πάνε για να θυμηθούν τις όμορφες μέρες τους; Μα φυσικά στο "Ρετρό". Η ζέστη της Αθήνας ανυπόφορη και η γκρίνια για τα πάντα ήταν αισθητή στο τραπέζι τους.

"Σήκω να φύγουμε κοπέλα μου γλυκιά. Ακόμα δεν τελείωσες τον καφέ σου;" λέει ο Μανώλης φανερά αγανακτησμένος στη μαυροφορεμένη που καθόταν απέναντί του.

"Ναι μωρέ, φαγώθηκες. Σηκώνομαι τώρα." του απαντάει αυτή κουνώντας επιδεικτικά τα παγάκια μέσα στο ποτήρι της.

Ο Μανώλης πιάνει την Αγγελική βιαστικά από το χέρι και ξεκινάν να περπατάνε σιωπηλοί. Κάποια στιγμή, αφού αντάλλαξαν ελάχιστες κουβέντες και βλέμματα, φτάνουν στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Κάθονται στο κλασικό τους πεζούλι, ο ένας σε μία απόσταση από τον άλλον, αμίλητοι. Δεν υπήρχαν και πολλά να πουν. Η κούραση, το άγχος και η κακή ψυχολογία σε συνδυασμό με συναισθήματα που δε θα έφταναν ποτέ στην επιφάνεια, έκαναν πλέον ξεκάθαρο, ότι το μεταξύ τους είχε κουράσει. Δεν ήθελε κανείς τους να βλέπει τον άνθρωπο που αγαπάει δυστυχισμένο. Κι όμως, είχαν φτάσει πλέον σε εκείνο το σημείο. Η ήδη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα του νεκροταφείου σε συνδυασμό με την ένταση που υπήρχε ανάμεσά τους, έκαναν το πρώτο δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια της Αγγελικής.

Kamu telah mencapai bab terakhir yang dipublikasikan.

⏰ Terakhir diperbarui: Jun 16, 2021 ⏰

Tambahkan cerita ini ke Perpustakaan untuk mendapatkan notifikasi saat ada bab baru!

"Μάι Κεμικαλ Ρομανς"Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang