Κεφάλαιο 2ο

447 11 3
                                    

Η Θεοδοσία ακουσε την πόρτα να κλείνει και βγήκε από την κουζίνα.
«Εφυγε ο κύριος Λάμπρο μου;»
«Ναι, μόλις.», ανταποκρίθηκε εκείνος κάπως σκεπτόμενος.
«Τι ήθελε; Όταν τον είδες σαν να ταράχτηκες κάπως.Και τώρα δεν είσαι καλύτερα να πω την αλήθεια..Τον γνωριζεις;»
«Ειναι μεγαλη ιστορία, για αυτο μην με ρωτάς.Παω μέσα, θα ήθελα να μείνω λίγο μόνος μου αν δεν σε πειράζει», ετσι πως έκανε να φύγει γύρισε πάλι «το βράδυ θα ήθελα να μιλήσουμε.»
«Οτι πεις Λάμπρο μου..Πήγαινε να ηρεμήσεις και θα περάσω αργότερα»
Η Θεοδοσία τον φίλησε μια φορα στα χείλη, εκείνος ούτε που κουνήθηκε και η κοπέλα εφυγε χωρίς να πει κουβέντα να πάει να βρει την μάνα της.
Οι ώρες περνούσαν και ο Λάμπρος δεν έβρισκε εύκολο δρόμο, θα έπρεπε να της τα πει όπως πραγματικά είναι τα πράγματα. Αμέσως όμως η σκέψη του ταξίδεψε στο Διαφάνι. Επλαθε με την φαντασία του την στιγμή της αντάμωσης του με την Ελένη. Την ονειρευόταν συνεχώς στην ρεματιά με το υπέροχο, ζεστό χαμόγελο της και τα όμορφα κυματιστά μαλλιά να πέφτουν πάνω στους ώμους της, να τον περιμενει να μπει στην αγκαλια της. Ετσι ήθελε να ήταν τα πράγματα και έτσι έπρεπε, όμως γνώριζε πως δεν θα ήταν τόσο εύκολο μετά από όσα έκανε. Θα πάλευε όμως να την κερδίσει και πάλι.
Σχεδόν πρώτη φορά ήταν που την ονειρευόταν χωρίς να δίνει σημασία στα υπόλοιπα. Πριν την επίσκεψη του Γιώργη, κάθε φορά που έκανε τέτοιες σκέψεις, που θυμόταν και ένιωθε το φιλί της Ελένης στα χείλη του, μάλωνε τον εαυτό του γιατί ήξερε πως έτσι δεν θα ξεχνούσε ποτέ.Ηθελε να ξεχάσει αλλά δεν μπορούσε και πάλι καλά που ο Γιώργης αναγνώρισε το λάθος του γιατί δεν θα τα κατάφερνε να κρατηθεί μακριά από την Λενιώ. Ήταν σίγουρος!
_____________

Ο Γιώργης μόλις είχε φτάσει στο χωριό και μπήκε σπίτι.Η Ελένη τον είδε και τον υποδέχτηκε!
«Αργησες πατέρα και είχες πει πως θα κάνεις γρήγορα»
«Το ξέρω Λενιώ μου, πήρε παραπάνω από όσο περίμενα»
«Πεινας; Κάτσε να σου βάλω να φας γιατί είσαι νηστικός από το πρωί»
«Αστο Λενιώ μου», την σταμάτησε «δεν έχω όρεξη. Έλα κάτσε κοντά μου να μου πεις.Πως περάσατε σήμερα; Οι μικρές που είναι;»
«Τα κορίτσια πήγαν μια βόλτα μέχρι το δάσος να μαζέψουν ρίγανη, όπου να 'ναι θα ερθουν, όσο για το πώς περάσαμε τι να σου πω βρε πατέρα; Λες να κάναμε τίποτα διαφορετικό;», είπε γελώντας
«Σωστά. Να σου πω Λενιώ μου, πέτυχα την Ριζω και μου είπε πως σου βρήκε το καλύτερο προξενιό» εκείνη την ώρα το σκαρφίστηκε αυτό το ψέμα, ήθελε να εξετάσει την αντίδραση της.
Η Ελένη έμεινε να τον κοιτάζει αμίλητη και μετά έσκυψε το κεφάλι της. Κάθε φορά που άκουγε για προξενιό η ίδια αντίδραση.
«Ασε, κατάλαβα», και της χαμογελασε «παω να ξαπλώσω γιατί είμαι κουρασμενος»
Εκεί τελείωσε η συζήτηση, με τον Γιώργη να συνειδητοποιει πως πράγματι η κόρη αγαπούσε ακόμα τον μεγάλο γιο του Μιλτιάδη, γεγονός που τον πονούσε βαθιά, αλλά πάντα σκεφτόταν "Το παιδί μου αξίζει αυτή την υποχώρηση" και με την Ελένη να χάνεται σε εκείνα τα λόγια και να σκέφτεται "Παντα έτσι θα ζω; Δεν θα μπορέσω να προχωρήσω;".
______________

Ας τα φερνε η ζωή αλλιώςWhere stories live. Discover now