Κεφάλαιο 3ο

406 13 0
                                    

Ο Μιλτιάδης είχε φροντίσει να μείνει κρυφος από όλο το χωριό ο χωρισμός του γιου του.Ακομη δεν είχε μάθει ούτε ο ίδιος τον λόγο που οδήγησε τους δύο σε αυτήν την απόφαση και επιθυμούσε πρώτα να επιστρέψει το παιδί του και να του δώσει τις εξηγήσεις του πριν ακουστεί το οτιδήποτε από τους κουτσομποληδες του χωριού.Υστερα θα άφηνε τον Λάμπρο να το χειριστεί μόνος του.
_________________
Ο νέος δάσκαλος μόλις είχε φτάσει στο χωριό και όλοι τον υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά.Η Ελένη μόλις το άκουσε ήταν σχεδόν σίγουρη πως θα είχε έρθει με την πλέον σύζυγό του μα ο Γιάννος της αποκάλυψε πως ήρθε μόνος του.
«Δεν ξέρω τι έγινε Λενιώ. Πάντως ο αδερφός μου μόνος του γύρισε και ούτε μία αναφορά δεν μας έχει κάνει για την κοπέλα»
Η Ελένη όταν το άκουσε έσκασε άθελα της ένα χαμόγελο.Μολις το συνειδητοποίησε μαζεύτηκε.
«Δεν σας έχει αποκαλύψει ακόμα τον λόγο της επιστροφής του;»
«Ειπε θα μας τα πει όλα το βραδάκι»
«Ωραια»
«Θα σου τα πω αυριο»
«Τι να μου πεις;»
Την κοίταξε ο Γιάννος με ένα ύφος σαν να της έλεγε "αφου το ξέρω πως θες να γνωρίζεις για εκεινον, αφού ακόμη τον αγαπάς".
Και η Ελένη σηκωθηκε απότομα για να αποφύγει την συζήτηση:
«Γιαννο μου, αν δεν σε πειράζει επειδή έχουμε δουλειά σήμερα στα χωράφια θα πρέπει να φύγεις τώρα».
Ο νεαρός εγνεψε καταφατικά και πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.
_________________

Μετα από πολλές στάσεις στον δρόμο, ιδιαίτερο παιδί ήταν ο Γιάννος, παρατηρούσε τα πάντα γύρω του και χαζευε για ώρες.Οταν έφτασε τελικά σπίτι είχε σχεδόν νυχτώσει.Ο Λάμπρος μόλις είχε βγει από την καμαρη του και ήταν έτοιμος να αποκαλύψει στους δικούς του τα πάντα.
Φάγανε και ο Λάμπρος ξεκίνησε.
«1 εβδομάδα πριν τον γάμο ήρθε ο κυρ Γιώργης και με βρήκε. Μου ζήτησε συγγνώμη που δεν μας εδωσε την ευχη του και ειπε πως ηρθε η ώρα να επανορθώσει.Θα πάω να ξαναζητησω την Λενιώ»
Ο μικρός είχε αρχίσει να χοροπηδάει από την χαρά του, σαν αδερφή του την ένιωθε την Ελένη και την αγαπούσε πολύ!
«Χαιρομαι και για τους δυο σας»,ειπε
«Παψε Γιάννο», αντέδρασε ο Μιλτιάδης.
«Τι έγινε πατέρα; Ακόμη έχεις αντίρρηση;», ρωτησε ο Λάμπρος φανερά εκνευρισμένος.
«Φυσικα και εχω»
«Μαλιστα..Δεν έχω θέση σε αυτό το σπίτι λοιπόν», σηκώθηκε και με γρήγορο βήμα έφτασε στο δωμάτιο του και άρχισε να μαζεύει τα ρούχα του.
Ο πατέρας του πήγε από πίσω.
«Τι κάνεις εκεί;»
«Ωστε δεν καταλαβαίνεις..Θα ήσουν πιο ήσυχος αν παντρευομουν μια γυναίκα που δεν αγαπούσα, πληγωνα την ίδια αλλά και τον εαυτό μου καθημερινά; Αυτό ζητάς για εμένα; Τη δυστυχία μου;»
Αυτά τα λόγια λειτούργησαν σαν μαχαίρια στην καρδιά του Μιλτιάδη.Ειχε δίκιο όμως ο Λάμπρος, τι ήταν αυτό που του ζητούσε;
«Ενταξει.Εχεις δίκιο..Σε αγαπάω αγόρι μου και θέλω να είσαι καλά αλλά σε αυτόν τον γάμο δεν θα είσαι..Η γνώμη μου δεν μετράει καθόλου;»
«Ποτε δεν τη μέτρισα σε αυτό το θέμα πατέρα και ούτε τώρα θα το κάνω. Μόνο τα λόγια του Γιώργη με είχαν επηρεάσει και ήταν μεγάλο λάθος.Πειστηκα ακόμη και για καλύτερες τύχες και έμεινα μακριά της, αλλά ξέρω πατέρα πως εγω και η Ελένη είμαστε φτιαγμένοι για να είμαστε μαζι..Το ένιωθα κάθε φορά που αντικριζα τα μάτια της.»
Ο Μιλτιάδης το σκέφτηκε λίγο και κατάλαβε.Εδω το δεκτηκε ο Γιώργης, ποιος ο λόγος να το αρνείται ακόμα εκείνος;
«Οπως θες αγόρι μου..Ξεκουράσου και θα δούμε αύριο τι θα κάνουμε!», είπε χαμογελώντας, βγήκε από το δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
_____________________

Ας τα φερνε η ζωή αλλιώςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant