Κεφάλαιο 14ο (part 2)

379 11 3
                                    

Σιγά σιγά έμπαινε και στον ένατο, όλα κυλούσαν μια χαρά. Άδικα φοβοταν όλον αυτόν τον καιρό.Της τα έλεγαν όλοι αλλα δεν τα πίστευε, άλλωστε κανείς δεν ήξερε αυτό το ένα μυστικό της για να κατανοήσει τους φόβους της.Ειχε ορκιστεί στον εαυτό της πως αυτή την πληγή δεν έπρεπε να την μοιραστεί ποτέ με κανέναν τους, ούτε με τον Λάμπρο της, δεν ήθελε να τον βαρύνει. Η γιατρός που επισκέφτηκε της είχε πει από την πρώτη στιγμή πως ίσως η προηγούμενη ατυχία να είχε να κάνει με την ψυχολογική της κατάσταση εκείνη την περίοδο και το άγχος της και όχι απαραίτητα με κάποια επιπλοκή της υγείας της.

Ήταν ξημερώματα Σαββάτου, ο Λάμπρος δεν είχε σχολείο και θα περνούσαν όλη την μαζί. Όλο το βράδυ προσπαθούσε να βολευτει στο κρεβάτι, δεν είχε ύπνο.
«Δεν κοιμάσαι, βρε κορίτσι μου;»
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ, Λάμπρο.»
«Γιατι; Πονάς;» ρώτησε μες στο άγχος.
«Ηρεμισε, καρδιά μου.Μια χαρά είμαι.Απλως με έχει ταράξει στις κλωτσιές το καμάρι σου.»
«Ανυπομονει να μας γνωρίσει η μικρή μας;»
Έσκυψε πάνω από την κοιλιά, την φίλησε και συνέχισε να μιλάει.Πλέον απευθυνόταν στο παιδί του.
«Να σου πω, βρε αγάπη μου...Κλείσε και εσύ τα μάτια σου και σταμάτα να κλωτσας την μανούλα γιατί και εκείνη κλωτσαει εμενα.»
«Πρωτον, μπαμπά μας, δεν ξέρουμε ότι είναι κοριτσάκι ακόμα. Δεύτερον, δεν σε ακούμε μάλλον γιατί τώρα κλωτσαμε πιο πολύ» γέλασαν.
«Θα ηρεμησει όπου να 'ναι.Δεν θέλει να μας κουραζει η κόρη μου.Είναι ακόμη πολύ νωρίς, δεν έχουμε και τίποτα να κάνουμε σήμερα.Κλεισε τα ματάκια σου να ξεκουραστείς.»
Ξάπλωσαν και προσπάθησαν να κοιμηθούν σε μια αγκαλιά που χωρούσε όλον τον κόσμο.Τον δικό τους κόσμο, τον τεράστιο και μοναδικό.

Όταν πια ο ήλιος άπλωσε τις ακτίνες του και σηκώθηκαν απ' το κρεβάτι, η Ελένη αισθάνθηκε κάτι πονακια. Δεν έδωσε σημασία πάλι το μωρό έκανε τούμπες, σκέφτηκε.Η Δροσω είχε πάει στην μπουτίκ της Ουράνιας για δουλειά από νωρίς και εστί ήταν μόνοι τους. Έφαγαν το πρωινό που έφτιαξε ο Λάμπρος και άρχισαν να συζητάνε για τις δουλειές, για το σχολείο, για το μωρό.
«Δεν νομίζεις πως την αργήσαμε πολύ την απόφαση για το όνομα;»
«Τι λες, βρε Λάμπρο; Πως να αποφασίσουμε όνομα πριν καν μάθουμε το φύλο του παιδιού;»
«Λενιω μου, δεν είπα να κανονίσουμε ένα όνομα και έτσι θα το πούμε..Να βάλουμε απλά κάποιες ιδέες στο τραπέζι.»
«Αν είναι κοριτσάκι θα το πούμε Ευγενία» αποκρίθηκε με σιγουριά.
Άπλωσεε το χέρι της και χάιδεψε το μάγουλο του άντρας της. Ήδη ήταν νωπό από τα πρώτα δάκρυα που εμφανίστηκαν στο πρόσωπο του με το άκουσμα του ονόματος.
«Σε ευχαριστώ...» είπε και φίλησε το εσωτερικό του χεριού της.
«Αν είναι αγορακι;» συνέχισε ο ίδιος.
«Μπα, εδώ εσύ την είχες σίγουρη την κόρη» τον πείραξε.
«Ελα πες..»
«Μιλτιαδης...δεν θα μπορούσαμε να του δώσουμε άλλο όνομα»
«Των γονιων σου τα ονόματα δεν θες να ακουστούν;»
«Το όνομα του πατέρα μου ακούστηκε.Αν είναι αγόρι το παιδί θες να δώσουμε το όνομα της μητέρας μου και να τον πούμε Βαλεντίνο; Δεν το νομίζω»
«Δεν εννοούσα αυτό ακριβώς», απάντησε γελοντας.
Συνέχισαν να συζητούν για ώρες, μαγείρεψαν, και ενώ καθόνταν στο τραπέζι  η Ελένη αισθάνθηκε έναν πιο δυνατό πόνο χαμηλά δεν πρόλαβε να μιλήσει και..
«Λαμπρο..σπάσαν τα νερά.»
Ο άντρας λίγο ήθελε και θα είχε πνίγει με το φαγητό.
«ΕΡΧΕΤΑΙ.Την Ριζω...Σήμερα βρήκε να λείπει τόσες ώρες και αυτή η Δροσω; Πονάς;» όλα μαζί τα είπε.
«Ησυχασε, αγάπη μου.Ειχανε πολύ δουλειά και εγώ εντάξει είμαι. Πήγαινε να φωνάξεις την Ριζω.»
Βγήκε από το σπίτι και σε λίγα λεπτά ήταν κιόλας δίπλα της.Ο Προύσαλης ανέλαβε να ενημερώσει την Ασημίνα και την Δροσω.
Φτάσανε μαζί με την Ριζω.
«Παλικαρι μου, καλύτερα να βγεις έξω»
«Οχι, Ριζω.Θα κάτσω.»
«Πηγαινε παιδί μου έξω και εμπιστεψου με.»
«Εξω θα είμαι» ειπε κοιτάζοντας την Ελένη.Της έδωσε ένα φιλί στο κεφάλι της ψιθύρισε σ'αγαπω και βγήκε από το δωμάτιο.

Έξω περίμενε ο Μιλτιάδης, ο Γιάννος και ο Φανούρης. Ο πατέρας του και ο αδερφός του τον πήραν μια μεγάλη αγκαλιά.
«Ολα καλά θα πάνε, κουμπάρε»
Προσπάθησε να του δώσει κουράγιο.
Οι γυναίκες ήταν για ώρες κλεισμένες στην καμαρη και εκείνος δεν μπορούσε παρά να ακούει την γυναίκα του να υποφέρει.

«Μολις σου πω, κοκόνα μου, θα σπρώξεις και πάλι.Ναι;»
Η Ελένη εγνεψε θετικα και προσπάθησε να κρατήσει δύναμης.Οταν τελικά της είπε να σπρώξει ένιωσε να δυσκολεύεται.
«Δεν μπορώ, Ριζω.»
«Μπορεις, έλα κορίτσι μου, σπρώξε.»
Την παρότρυναν και οι αδερφές της.
«Τον Λάμπρο, πείτε στον Λάμπρο να μπει.»
Δεν πρόλαβε να πει καμία τους τίποτα και η Ελένη τον φώναξε κοντά της.Εκεινος μπήκε μέσα τρέχοντας.
«Μην ανησυχείς, καρδούλα μου, εδώ είμαι.Μαζι θα τα καταφέρουμε.»
Κουρνιασε στην αγκαλιά του και προσπάθησε να πάρει δύναμη.
«Ελα, Ελένη μου.Βλεπω το κεφάλι.Τωρα.Σπρωξε.» ξαναειπε η Ριζω.
«Ερχεται το μωρό μας, Λάμπρο.Ερχεται.»
Ο Λάμπρος απλά την φίλησε στο μέτωπο και την παρακάλεσε να προσπαθησει να σπρώξει τώρα.
Είσαι ο πιο δυνατός άνθρωπος μόνο αυτό άκουγε να της λέει και όμως ήταν αρκετο.

Ξαφνικά σαν να σταμάτησε ο χρόνος και για τους δυο.Ακούστηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο πιο γλυκός και μαγικός ήχος που ποτέ κανέναςτους δεν είχε ακούσει παρόμοιο.
«Να σας ζήσει, παιδια μου.Ενας κοριτσαρος...»
«Σε ευχαριστώ» έλεγαν ο ένας στον άλλον.
Η Ριζω καθάρισε το μωρό και το άφησε απαλα πάνω στα χέρια της νέας μανουλας.
«Ειναι αξιολατρευτη» παρατήρησε ο Λάμπρος.
«Αφου σου μοιάζει» συνέχισε η Ελένη.
Όλοι τριγύρω είχαν συγκινηθεί από την εικόνα που έβλεπαν μπροστά τους.Λες και αυτοί οι άνθρωποι ήταν φτιαγμένοι για είμαι μαζί, να γίνουν γονείς και όλα αυτά.
Μπήκαν σιγά σιγά μέσα και ο Μιλτιάδης με τον Γιάννο.Ο Φανούρης ακολούθησε από πίσω.
«Να σου ζήσει, κυρά μου.»ξεκινησε πρώτος ο Φανούρης.
Ο Γιάννος ζήτησε να την πάρει στην αγκαλιά του και φυσικά η απάντηση ήταν θετική.Ο Μιλτιάδης απ' την συγκίνηση δεν είχε καταφέρει να βγάλει λέξη.
«Γεια σου...»
«...Ευγενεια» πρόσθεσε ο Λάμπρος.
«Το όνομα της μάνας.»
«Η μικρή μας Ευγένεια λοιπον» είπε τελικα ο νέος παππούς.«Να 'στε καλά για την χαρά του που μας δώσατε παιδιά μου»
Ο Λάμπρος σηκώθηκε αγκάλιασε του δικούς του, της αδερφές της γυναίκας του και τον Φανούρη και τους ευχαρίστησε για τις ευχές τους.Επειτα ο Μιλτιάδης απλά έκατσε δίπλα στην νύφη του και δεν σταμάτησε να την ευχαριστήσει και να φιλάει τα χέρια της.
Αυτό το δωμάτιο είχαν καταφέρει μόνο δύο άνθρωποι να το γεμίσουν χαμόγελα.

Και έτσι συνέχισε η ζωή τους όσα προβλήματα κι αν ήρθαν ήταν πάντα τόσο ευτυχισμένοι όταν έμπαιναν σε εκείνο το δωμάτιο.
________________

1 χρόνο μετά κατάφεραν να φέρουν στο κόσμο άλλο ένα παιδί.Αγορακι αυτήν την φορά, ο Μιλτιαδης.Ο πιο ευτυχισμενος παππούς και πατέρας θα μπορούσε κανείς να πει. Όσο για την Ελένη...Δεν υπήρχε λέξη να χαρακτηρίσει το πως ένιωθε.Μπορει οταν ήταν μακριά από το σπίτι της, τον άντρα της και τα παιδιά της να πήγαιναν και όλα στραβά, αλλά δεν την ένοιαζε πια.

Ειχε βρει την πραγματική ευτυχία.

ΤΕΛΟΣ

Ας τα φερνε η ζωή αλλιώςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora