Κεφάλαιο 10

273 12 1
                                    

Η Ελένη από την ώρα που είχε φύγει ο Λάμπρος απ' το σπίτι δεν μπορούσε να βρει ησυχία και σχεδόν δεν άκουγε τις συζητήσεις που έκαναν. Οσες φορές την ρώτησαν τι εχει είπε πως μάλλον φταίει η κούραση.Ηταν και το κρασί που της έπεσε.Κακος οιωνός.Δεν ήθελε, όμως, να σκέφτεται πως κάτι κακό είχε συμβεί, δεν έπρεπε να σκέφτεται έτσι μερα που ήταν.
«Να πηγαίνουμε.. Πρέπει να κοιμηθείς κι εσύ, Λενιώ, να είσαι ξεκούραστη αύριο, αλλά και τα κορίτσια!»
«Δικιο έχει η Ανετ, ήρθε η ώρα να φύγουμε»
«Καθιστε όσο θέλετε και μην ανησυχείτε.Ετσι και αλλιώς σήμερα δεν ειχαμε σκοπό να κοιμηθούμε νωρίς..Αν ήταν εξάλλου να φύγετε τόσο νωρίς γιατί δεν λέγατε στον Λάμπρο να περιμένει;»αναρρωτηθηκε η Ελένη.
«Να μας συγχωρείς, Ελένη, αλλά δεν νομίζω η αδερφή σου να του άφησε περιθώρια να μείνει παραπάνω»
Γέλασαν με την ψυχή τους, ήπιαν λίγο κρασί ακόμη, έτσι για το καλό, κι ύστερα αφού ευχήθηκαν άνοιξαν την πόρτα να φύγουν. Ο Νικηφόρος προχωρούσε μπροστά και η θεία του μιλούσε ακόμη με τα κορίτσια.
Με το που πάτησε ο Νικηφόρος το πρώτο σκαλί  αντίκρισε τον Λάμπρο πεσμένο κάτω.
«Ξαδερφε.» φώναξε μόνο και έτρεξε κοντά του να δει τι συνέβη.
Οι τέσσερις γυναίκες παραξενεύτηκαν και κατέβηκαν και εκείνες βιαστικά.
Μόλις αντίκρισε το σώμα του γεμάτο αίματα κάτι έσπασε μέσα στην Ελένη. Πριν λίγο γιόρταζαν τον επικείμενο γάμο τους και τώρα; Ετρεξε κοντά του.
«Αγαπη μου, άνοιξε τα μάτια σου, σε παρακαλώ.. Λάμπρο...» ακούστηκε να λέει μέσα στα αναφιλητα της και πίεζε όσο το δυνατόν την πληγή για να εμποδίσει να χάσει κι άλλο αίμα.Δεν κατάφερε τίποτα.
Η Δροσω καθόταν πίσω κουλουριασμένη στην αγκαλιά της Ασημίνας και έκλαιγε γοερα και ο Νικηφόρος είχε φύγει χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς να φέρει την κούρσα του Δούκα.
Την πόρτα άνοιξε η Αγοριτσα.
«Νικηφορε μου, ποτε ήρθες;»
«Αλλη ώρα αυτά Αγοριτσα μου, τα κλειδιά της κούρσας που είναι;»
Πήρε το σακάκι του Δούκα και τα έβγαλε από μέσα.
«Τι τα θες;»
«Καποιος μαχαίρωσε τον Λάμπρο.Μη ρωτάς άλλα, κανείς δεν ξέρει κάτι παραπάνω.Τωρα πρέπει να τον πάμε στο νοσοκομείο», τα είπε όλα σε μια ανάσα και άρπαξε απ'το χέρι της τα κλειδιά.

Ουτε που είχε καταλάβει πως είχε φέρει ήδη την κούρσα του πατέρα του ο Νικηφόρος.
«Ελενη μου, βοηθά μας να τον βάλουμε στο αμάξι.Δεν τον βοηθάς έτσι, κοριτσι μου» είπε η Ανετ και έσφιξε τον ώμο της μεγάλης Σταμιρη.
«Δροσω μου,εμείς θα πάμε στον Μιλτιάδη να τον ενημερωσουμε και θα ακολουθησει η Ασημίνα την αδερφή σας», συνέχισε και και κράτησε την μικρή απ' το χέρι να της δώσει κουράγιο.
Εκείνη την ώρα σαν να ξύπνησε από τον λήθαργο η Λενιώ.Σηκωθηκε αποφασιστικά και μαζί με τον Νικηφόρο έβαλαν τον Λάμπρο στα πίσω καθίσματα. Η Ασημίνα μπήκε στην θέση του συνοδηγού και το αμάξι ξεκίνησε.
Κάθησε εκεί μαζί του και του χαϊδευε τρυφερά το πρόσωπο του καθ'όλη τη διάρκεια της διαδρομής και κοίταζε επίμονα τα μάτια του περιμένοντας έστω ένα σημάδι πως την ακουει.Δυστυχως παρέμεναν κλειστά και η καρδιά της ήταν έτοιμη να σπάσει από τον πόνο που βαστούσε.
Έφτασαν και προχώρησαν μέχρι ένα σημείο μαζί, μετά ανέλαβαν οι γιατροί.
«Χρειαζεται αίμα επειγόντως.Γνωριζετε το αίμα του κυρίου Σεβαστού;» ακούστηκε να λέει ένας νοσηλευτής και απευθύνθηκε στην Ελένη όμως εκείνη δεν απάντησε.
«Μηδέν αρνητικο» πετάχτηκε ο Νικηφόρος, «μπορω να δώσω εγω».
Έφυγε και εκείνος και έκλεισε άλλη μια πόρτα μπροστά στα μάτια της Ελένης.

Δεν την κρατούσαν άλλο τα πόδια της.Γονατισε στην μέση του διαδρόμου και άρχισε να κλαίει βουβά.Η Ασημίνα την πλησίασε και την έκλεισε στην αγκαλιά της.Πρωτη φορά έβλεπε την αδερφή της σε αυτήν την κατάσταση.Ηταν η πρώτη φορά που ξεσπούσε μπροστα της. Και η αγκαλιά της ήταν η μόνη που μπορούσε να της προσφέρει την δεδομένη στιγμή.

Ο Νικηφόρος βγήκε από το δωμάτιο αφού είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία και η κοπέλα τον κοίταξε στα μάτια και ήταν σαν του έλεγε ευχαριστώ για όλα όσα έκανε.

Ύστερα από λίγη ώρα εμφανίστηκε κι ο Μιλτιάδης, κοιτούσε χαμένος τα πρόσωπα μπροστά του και αμέσως έκλεισε την νύφη του σε μια ζεστή αγκαλιά, γεμάτη πατρική στοργή, αυτή που χρειαζόταν πιο πολύ τώρα.Εκλαψαν μαζί μέχρι που είδαν τον γιατρό να έρχεται προς το μέρος τους.
Σηκώθηκαν όλοι απότομα και πήγαν κοντά του.
«Πως είναι;»
«Ειστε συγγενείς του;»
«Ειμαι ο πατέρας του και η ..νύφη μου.»
«Το χειρουργείο πήγε πολύ καλά. Ο γιος σας, κύριε Σεβαστέ, ο σύζυγος σας» κοίταξε την Ελένη η οποία φάνηκε να πονάει στο άκουσμα της λέξης αυτής.
«Είναι πολύ δυνατός, παρόλα αυτά δεν μπορούμε να μιλήσουμε ακόμη με σιγουριά.Σε λίγες ώρες θα εχουμε μια πιο βέβαιη εικονα της κατάστασης του.»
«Μπορούμε να τον δούμε;» ρώτησε η Ελένη.
«Μπορειτε, αλλά καλό θα ήταν να περάσει μόνο ένας στο δωμάτιο»
«Πηγαινε κόρη μου», άκουσε τον Μιλτιάδη να λέει, της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και την παρότρυνε να προχωρήσει.

Θα τα κατάφερνε ο Λάμπρος της.Επρεπε να τα καταφέρει! Ακομη δεν είχαν προλάβει να γράψουν την ιστορία τους με τον τρόπο που εκείνοι ήθελαν.Και μια αγάπη σαν την δική τους, ήταν απαραίτητο να γραφτεί στα χρονικά και να μοιάζει στα μάτια όλων ως το ιδανικό!

Ας τα φερνε η ζωή αλλιώςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora