Κεφάλαιο 12ο

229 10 0
                                    

Ήταν η νύχτα πριν επιστρέψει και πάλι στο χωριό του, στο σπίτι του, το πραγματικό του σπίτι.Σε λίγες ώρες είχε κανονιστεί να παντρευτούν, δεν μπορούσαν να το καθυστερούν άλλο και ο Λάμπρος επέμενε να επιστρέψει στο πατρικό του να ετοιμαστεί γαμπρός και την ίδια κιόλας μέρα να ανέβει τα σκαλιά της εκκλησίας με την Ελένη πλάι του.Η ίδια του είχε ζητήσει να το καθυστερήσουν λίγο για να αναρρώσει πλήρως αλλά δεν μπορούσε να πει,όχι.Αλλωστε και εκείνη ήθελε επιτέλους να επιστρέψει εκεί που ανήκει, στην αγκαλιά του, και να μην αναγκαστεί να εγκαταλείψει αυτό το καταφύγιο ποτέ ξανά.

Απο την ανυπομονησία του δεν είχε κλείσει τα μάτια παρά για λιγες ώρες εκείνο το βράδυ, ούτε η Ελένη που είχε ξαπλώσει πλάι του όπως κάθε φορά. Έκαναν συζητήσεις για ώρες και όνειρα για το πώς θα είναι όλα αφού γυρίσουν.
Ξημέρωνε σιγά σιγά.

Όταν ο ήλιος έριξε τις πρώτες ακτίνες του και φώτισε το μικρό δωμάτιο του νοσοκομείου η Ελένη σηκώθηκε πρώτη του έδωσε τα ρούχα που του είχε φέρει για να ετοιμαστεί και να φύγουν.Στο δωμάτιο μπήκε ο Μιλτιάδης.
«Καλημέρα παιδιά μου»
Πίσω του μπήκε ο Νικηφόρος.
«Αντε με το καλο» ευχηθηκε χωρίς να πει τίποτα άλλο.
«Καλημέρα πατέρα», πρώτη φορά ακούστηκε αυτή η κουβέντα από τα χείλη της Λενιως και έμειναν όλοι άλαλοι.
«Δεύτερος πατέρας μας είσαι πια Μιλτιάδη», εξήγησε.
«Σε ευχαριστω, κορίτσι μου, για όλα! Ο Νικηφόρος θα σε πάρει να γυρίσετε σπίτι σου να ξεκινήσεις να ετοιμάζεσαι»
«Να πηγαίνουμε Λενιώ, γιατί βλέπω τον ξάδερφο να περιμένει πολύ την νύφη»
Γέλασαν όλοι μαζί, οι δύο νέοι αντάλλαξαν βλέμματα γεμάτα αγάπη και υποσχεσεις και στην συνέχεια η Ελένη και ο Νικηφόρος αποχώρησαν από το δωμάτιο.Ετοιμαστηκε και ο Λαμπρός και έφυγαν γρήγορα για το Διαφάνι.

Μπήκαν στο πατρικό του και ο Γιάννος έτρεξε στην αγκαλιά του αδερφού του.Ειχε μόλις δύο μέρες να τον επισκεφθεί και όμως του φάνηκε αιώνας. Έρχονταν τώρα οι άντρες του χωριού για να ετοιμάσουν τον γαμπρό και ο Κυριάκος, που είχε κάνει τα δικά του κουμάντα, χάρη στον κουμπάρο, με τους μουσικούς του.

Στο Σταμιρεικο, οι αδερφές καλώς ορισαν την Ελένη τους που για μια εβδομάδα γυρνουσε σπίτι μονο για να πλυθεί και να αλλάξει.Σιγα σιγά μαζεύονταν και οι γυναίκες του χωριού για να στολίσουν την νύφη για τον γάμο.Τραγουδησαν για την ευτυχία της Λενιως τους, την έντυσαν νύφη και ύστερα βγήκαν όλες τους έξω για να φύγουν.

Ο Λάμπρος είχε ήδη φτάσει στην εκκλησία,δίπλα του στέκονταν περήφανοι η Ανετ και Μιλτιάδης και από την άλλη μεριά ο αδερφός του με τον Νικηφόρο. Είχε δημιουργηθεί μια πολύ όμορφη σχέση ανάμεσα τους που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί και κάθονταν δίπλα δίπλα σαν κολλητοί να κοιτάζουν τον Λάμπρο ντυμένο γαμπρό και έτοιμο να αγγίξει την ευτυχία, μετά από τόσα χρόνια δυστυχία.

Από μακριά την είδε να έρχεται, με την συνοδεία μουσικής, τις αδερφές της στο πλάι της και αισθάνθηκε να αναπνέει ξανά.Τι όμορφη που ήταν! Πλησίασε και ο Νέστορα την οδήγησε και την παρέδωσε σε εκείνον.
«Ξερω πως την αφήνω στον άνθρωπο που θα την κάνει ευτυχισμένη.Αξιζει και στους δυο σας.»
Τον ευχαρίστησε κι ύστερα άρχισαν όλα να μπαίνουν σε μια τάξη, το χέρι της Λενιως μπλεγμένο στο δικό του, τα χείλη τους ενωμένα και όλα φωτίστηκαν.
«Σ'αγαπω» της ψιθύρισε και κατευθύνθηκαν μετά προς το εσωτερικό της εκκλησίας.
Χαμογελούσαν με την ψυχή τους και κανείς δεν ήθελε να κοιτάξει τριγύρω παρά μόνο ο ένας τα μάτια του άλλου.
Και από πίσω τους η Δροσω και η Ασημίνα δακρυσαν με την σειρά τους που την είδαν μετά από τόσο καιρό πραγματικά ευτυχισμένη.
Οταν τελείωσε το μυστήριο κατευθύνθηκαν όλοι προς το καφενείο του χωριού να γιορτάσουν την ένωση των δύο ερωτευμένων.Τιποτα δεν ήταν ικανό να αμαραυρωσει αυτές τις στιγμές...
...ούτε στο μέλλον θα ήταν.

Ας τα φερνε η ζωή αλλιώςWhere stories live. Discover now