Κεφάλαιο 13

6.3K 292 12
                                    

"Τι τρέχει με εσένα και αυτόν τον παπάρα;" ρωτάει μετά από λίγα λεπτά ησυχίας.

"Δεν τρέχει. Ετρεχε" απαντάω μαζεύοντας τα χαρτομάντιλα και τα πετάω στον κάδο. "Τα είχαμε αλλά όταν χωρίσαμε η συμπεριφορά του άλλαξε πολύ απέναντι μου. Σήμερα έμαθα πως όλο το πρωί διέδιδε φήμες πως το παίζω σε διπλό ταμπλό με εσένα και τον γυμναστή μου" εξηγώ γρήγορα χωρίς να πάρω ανάσα και αυτό φάνηκε.

"Εντάξει ξανθούλα, ηρέμησε" μου λέει με ένα λοξό χαμόγελο και ανασηκώνεται πονεμένα στην θέση του.

"Και πάλι συγγνώμη, δεν ήθελα να γίνει όλο αυτό ούτε να βγει κάποια φήμη"

"Είναι εντάξει. Αν κάποιος πρέπει να ζητήσει συγγνώμη αυτός είμαι εγώ για την αγκωνιά. Σου έχω ξαναπεί πως είσαι πολύ κακιά ψεύτρα οπότε δεν με πείθεις πως δεν πονάει" μου εξηγεί βγάζοντας το πακέτο με τα τσιγάρα μαζι με τον αναπτήρα από την ζακέτα του.

"Δεν σου λέω ψέματα ρε Στέφανε. Αλήθεια σου λέω."προσπαθώ να τα μπαλωσω αλλά κάνω μια απότομη κίνηση και πνίγω ένα επιφώνημα πόνου.

"Σήκωσε την μπλούζα σου" πετάει στο άκυρο ανάβοντας το τσιγάρο και με κοιτάει χαλαρός.

"Εε; Τι λες;" τον ρωτάω άναυδη αλλά συνεχίζει να με κοιτάει με το ίδιο σοβαρό και χαλαρό βλέμμα.

"Λίγο ρε Άντα. Θέλω να δω τι σου έκανα" μου εξηγεί βαριεστημένα και διστακτικά σηκώνω την άκρη της μπλούζας μου. "Αν αυτό δεν σε πονάει τότε μα το θεό κάτι πάει όντως λάθος μαζί σου" συνεχίζει κοιτώντας επίμονα σε αυτό το σημείο αλλά κατεβάζω γρήγορα την μπλούζα μου.

Παρατηρώ την μύτη του που αρχίζει ξανά να τρέχει αίμα και ξεφύσαω.

"Ρίξε πίσω το κεφάλι σου και κράτα αυτό εδώ"του λέω ήρεμα κρατώντας την μύτη του με το χαρτί.

"Δεν θα μπεις στην τάξη; Έχει χτυπήσει το κουδούνι" ρωτάει μετά από λίγα λεπτά ησυχίας.

Κοιτάζω το ρολόι μου και γνέφω αρνητικά.

"Την απουσία την έχω ήδη πάρει" του απαντάω ενώ κάθομαι οκλαδόν δίπλα του.

Θα έχω τύψεις μια ολόκληρη ζωή που κάποιος χτύπησε εξαιτίας μου.
Πφφφ, γιατί ξαφνικά επικρατεί ένα χάος στη ζωή μου;

Μια χαρά δεν ήμουν πριν;

Τέσσερα χρόνια μετά.

"Μαρίλια μη τρέχεις παιδάκι μου, δε σε προλαβαίνω" φωνάζω ενώ εκείνη ανεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά του σπιτιού του Βασίλη.

"Θέλω να παίτσω με τον Ρόκι" απαντάει χαμογελώντας και αφού παρατηρει πως δεν μπορεί να φτάσει το κουδούνι, αρχίζει να χτυπάει την πόρτα.

Εκείνη την ώρα μπαίνω στην αυλή αφού τα ποδια μου με έχουν εγκαταλείψει από την δουλειά και την σχολή.

"Βασ...Γεια σας"την ακούω να λέει όσο ανεβαίνω αυτά τα πέντε σκαλιά και την αγκαλιάζω από πίσω.

"Σε έπιασα πονηρούλα" της λέω τυλίγοντας το χέρι μου γύρω από την κοιλίτσα της.

Γελάει. Μαζί της και εγώ.

Σηκώνω το βλέμμα μου και παγωνω όταν αντικρίζω τον άνθρωπο μπροστά μου.

Το γέλιο μου κόβεται μαχαίρι και σηκώνομαι αργά προς τα πάνω. Με κοιτάει με μια απερίγραπτη έκφραση.

"Με λένε Μαλίλια" συστήνεται το κοριτσάκι μου καθώς παίζει με την άκρη της μπλούζας της και του χαμογελάει.

Εκείνος γονατίζει για να φτάσει στο ύψος της και χαϊδεύει το μάγουλο της.

"Χάρηκα Μαρίλια, εγώ είμαι ο Στέφανος" χαμογελάει ελαφρώς κοκκινισμένος.

" Ρόκι!!"φωνάζει ενθουσιασμένη η μικρή όταν είδε τον σκύλο και τρέχει μέσα.

Στέκομαι απλά στο κατώφλι της πόρτας σα να έχω καταπιεί το αμίλητο νερό.

Κοιταζόμαστε αμήχανα.

"Πε-περασε μέσα"

-oliaaaa

Close Your Eyes Where stories live. Discover now