Η κοκκινομάλα πριγκίπισσα

20 3 0
                                    

Η Αναστασία γεννήθηκε εννέα μήνες μετά τον αδελφό της.Όπως και αυτός δεν έκλαψε στην γεννά και το πιο χαρακτηριστικό πράγμα επάνω της ήταν οι κόκκινες χρυσαφένιες τούφες της.Είχε πράσινα μάτια και παρόλο που ήταν σε ηλικία γάμου απέρριπτε κατηγορηματικά να παντρευτεί κανένας δεν ήξερε γιατί.Η μητέρα της με κάθε τρόπο προσπαθούσε να την πείσει αλλά μάταια.
-«Να κοιτά γλυκιά μου ο πρίγκιπας του Λισμπον σε ζήτησε σε γάμο.»!
-«Μητέρα σου το έχω ξαναπεί δεν είμαι έτοιμη να παντρευτώ ακόμη!»
Μέσα στο δωμάτιο μπήκε ο πατέρας της.Ο αυστηρός βασιλιάς.Που όταν δεν γινόταν αυτό που πρέσβευε επιβαλλόταν στους άλλους.
Η Αναστασία υποκλίθηκε αμέσως.
-«Καλημέρα πατέρα πως είναι η υγεία σας.;»
-«Τολμάς και ρωτάς αναιδέστατο κορίτσι μίλησα με τον πρίγκιπα της Βενετίας και μου είπε ότι αρνήθηκες να τον παντρευτείς!.»
-«Μα πατέρα δεν είμαι έτοιμη να παντρευτώ ακόμη.»
-«Εγώ θα σου λέω για τι είσαι έτοιμη και για τι όχι κατάλαβες; Και τώρα στο δωμάτιο σου!!»
Εκείνη σηκώθηκε και έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο.Ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στο δωμάτιο της και κλείστηκε μέσα όλη την μέρα .
-«Γιατί δεν μπορούν να με καταλάβουν.Γιατί;»
Όταν έφτασε το βράδυ βγήκε έξω στην αυλή για να περπατήσει λίγο.Λίγο μέρα όμως πήγε πιο μακριά από όσο έπρεπε και δεν μπορούσε να βρει το παλάτι μέσα στο δάσος.
Ξαφνικά από κάπου ακούστηκε ένας περίεργος ήχος.Η Αναστασία νόμιζε πως ήταν ένας λύκος που παραμόνευε και για αυτό άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.Ο ήχος από πίσω της ήταν όλο και πιο κοντά.Κάποια στιγμή γύρισε να δει τι την κυνηγούσε και δεν είδε μια πέτρα που βρισκόταν στον δρόμο της και την έκανε να σκοντάψει και να πέσει.Όταν συνήλθε από το πέσιμο μπροστά της βρίσκονταν δυο άντρες εντελώς διαφορετικοί.Ο ένας καστανόξανθος με κάστανα μάτια και ο άλλος με κατάμαυρα μαλλιά και καταγάλανα μάτια που μόλις τα κοιτούσες σου κοβόταν η μιλιά.
-«Είστε καλά κυρία μήπως πονάτε κάπου;την ρώτησε ο μελαχρινός»
-«Πιστεύω πως είμαι καλά.Εσείς ποιοι είστε;»
-«Εγώ είμαι ο Έντουαρτ και ο ξανθός παραπέρα είναι ο Εντουιν»
Ο Εντουιν τότε την κοίταξε πρώτη φορά.Κάτι σφίχτηκε μέσα της.Δεν μπορούσε να σταματήσει να τον κοιτάζει.
-«Τόσο ωραίος είμαι που δεν μπορείς να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω μου;»
Αυτό την ταρακούνησε κάπως.
-«Όχι  φυσικά  σιγά τον όμορφο και σας παρακαλώ να μου μιλάτε στον πληθυντικό δεν είμαι απλή κοπέλα.Είμαι η κόρη του βασιλιά»
Ο Έντουαρτ τότε υποκλίθηκε δείχνοντας τα σέβη του ενώ ο Εντουιν είπε:
-«Και τι κανείς εδώ πριγκίπισσα;»και την πλησίασε πολύ κοντά.
Εκείνη τότε πάγωσε.
Τότε της έπιασε το πιγούνι και το σήκωσε για βλέπουν τα μάτια της τα δικά του.
-«Μήπως με φοβάσαι;»
Αμέσως ο Έντουαρτ του πήρε το χέρι βίαια από το πιγούνι της πριγκίπισσας .
-«Συγνώμη υψηλότατη για την αναιδή συμπεριφορά του αδελφού μου όλη την ώρα έτσι κάνει».
Η Αναστασία δεν ήξερε τι να πει.Έτσι σηκώθηκε και έφυγε τρέχοντας για το παλάτι όσο ανάμεσα στα αδέλφια ξεσπούσε καινούργιος καβγάς.

Το κάστρο στην μέση του δάσους Unde poveștirile trăiesc. Descoperă acum