Μετα την καταιγιδα ερχεται το ουρανιο τοξο

9 3 0
                                    

Η μικρή,φθαρμένη βαλίτσα της Χρυσάνθης άνοιξε για να καλωσορίσει τα λιγοστά ρούχα της.
Θα έφευγε.Το είχε αποφασίσει.Δεν ήθελε να μένει πια στο χωριό διότι μετά τον θάνατο της  μητέρας της θα αναγκαζόταν να παντρευτεί παρά την θέληση της.Μετά την περίεργη συμπεριφορά του Ογκαστους δεν είχε κανέναν πιστό φίλο.
Η βαλίτσα έκλεισε εύκολα.Εξάλλου δεν είχε και κάτι βαρύ μέσα.
Πριν κλείσει την στραβή ξύλινη και οικεία πόρτα του μικρού καλυβιού στο οποίο μεγάλωσε η Χρυσανθη έριξε μια τελευταία μάτια.Τα μάτια της βούρκωσαν από τις αναμνήσεις.
Μέσα σε αυτό το καλύβι γεννήθηκε και μεγάλωσε.Πλέον δεν είχε κάτι κοινό με αυτό το καλύβι.
Η πόρτα έκλεισε τρίζοντας από το δροσερό αεράκι.Στο χαρτί που της είχε αφήσει η μητέρα της υπήρχαν οδηγίες για την κατεύθυνση του κάστρου που ήταν πολύπλοκες επίτηδες για ασφάλεια.Άρχισε να περπατάει και μετά από αρκετή ώρα το χωριό βρισκόταν μακριά.
Με την βοήθεια των οδηγιών η Χρυσανθη έφτασε σε ένα δάσος πολύ πυκνό.Τα δέντρα αγκάλιαζαν και έκρυβαν κάτι.Το παλάτι.
Πίσω της ακούστηκαν ουρλιαχτά λύκων.Εκείνη τρόμαξε πολύ και άρχισε να τρέχει μα τα ουρλιαχτά αντί να απομακρύνονται ακούγονταν  πιο καθαρά.Με την άκρη του ματιού της είδε μια αγέλη λύκων.
Λευκοί λύκοι με κοφτερά δόντια και μάτια πεινασμένα.Την κοιτούσαν όλο όρεξη.Ήταν έτοιμα να της ορμήσουν όταν εκείνη βρήκε μπροστά της ένα ποτάμι.Αυτή ήταν η μόνη λύση της.Η θα πηδούσε η θα γινόταν γεύμα.Χωρίς δεύτερη σκέψη πέταξε την βαλίτσα της μακριά και πήδηξε μέσα.
Το κρύο νερό αγκάλιασε το σώμα της κάνοντας την να ανατριχιάσει.Πριν πηδήξει δεν είχε πάρει υπόψη της το γεγονός ότι δεν ήξερε να κολυμπάει.Ένιωθε τα πόδια και τα χέρια της να την εγκαταλείπουν.Για κάποια δευτερόλεπτα βρισκόταν κάτω από το νερό και προσπαθούσε να μην πανικοβληθεί.
Μπα χαμένος κόπος.Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.Αποδέχτηκε ότι δεν θα ζούσε παραπάνω από 10 λεπτά.Τα κάστανα μάτια της έκλειναν για έναν ύπνο που μάλλον δεν θα είχε επιστροφή.Ένιωσε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν.Ξαναβρέθηκε κάτω από το νερό.Αυτή την φορά μάλλον δεν θα ξανα έβγαινε στην επιφάνεια.Έβγαλε το χέρι της μήπως και κάποιος την παρατηρούσε.Δεν μπορούσε να φωνάξει.Κρατούσε την αναπνοή της.
Ξαφνικά ακούστηκε ένας περίεργος ήχος.Κάποιος είχε μπει μέσα για να την σώσει.Μάλλον έτσι σκεφτόταν.Άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία και είδε τον Ογκαστους να της χαμογελάει πονηρά και να προσπαθεί να την αρπάξει με το ζόρι.Πριν πεθάνει έβλεπε εφιάλτες.Τρομαγμένη άνοιξε τα μάτια της και είδε κάποιον να βρίσκεται μπροστά της.Δεν ήταν ο Ογκαστους.Δεν είχε αυτό το παγερό γαλάζιο και γεμάτο ανυσηχια ο Ογκαστους.Ήταν ο πρίγκιπας.Νόμιζε ότι πάλι έβλεπε όνειρο.Αλλά αυτή την φορά δεν ήθελε να ξυπνήσει.Της έπιασε το χέρι και την τράβηξε έξω από το ποτάμι.Το επόμενο που θυμόταν ήταν εκείνον να της έχει στα χέρια του και να την πηγαίνει κάπου.Δεν μπορούσε να του μιλήσει.Έτρεμε ακόμη.Τα χείλια της ήταν μωβ.
Από την άλλη της άρεσε το θέαμα του το πριγκιπόπουλο να την κουβαλάει στα χέρια του.Ήταν πανέμορφος ακόμη και με τα απλά ρούχα.Μέσα από το βρεγμένο λευκό πουκάμισο του διέγραφαν οι μύες του.
-«Τελικά πράγματι μετά την βροχή και την καταιγίδα βγαίνει το ουράνιο τόξο. σκέφτηκε η Χρυσανθη πριν χάσει τις αισθήσεις της ξανά.


Γειααα σας ορίστε το επόμενο κεφάλαιο!!!!
Άραγε που θα την πάει το πριγκιπόπουλο;
Αφήστε μου μια ψήφο αν σας άρεσε ❤️

Το κάστρο στην μέση του δάσους Donde viven las historias. Descúbrelo ahora