Με το άλλο χέρι πυροβολεί το κεφάλι του. Τα ουρλιαχτά αντηχούν παντού μέσα στη μαύρη νύχτα. Η φωνή της σαν αυτή μιας σειρήνας. Δυνατή, φοβισμένη. Έχει πέσει στο σκληρό έδαφος και κλαίει με λυγμούς. Πλησιάζω τους αστυνομικούς και τους δίνω τον αριθμό μου έτσι ώστε να επικοινωνήσουν αργότερα. Φεύγουν μετά από κάποια λεπτά με το ασθενοφόρο να τους ακολουθεί. Δεν έχει σταματήσει να κλαίει. Την πλησιάζω διστακτικά.
Εγώ: Σήκω, πρέπει να φύγουμε,της λέω ήρεμα.
Δεν απαντά. Ούτε κινείται. Βρίσκεται σε σοκ. Ανοίγει το στόμα της προσπαθώντας να μιλήσει μα δεν μπορεί. Μόνο κραυγές.
Άννα:ΠΕ.. πέθανε, λέει συγκλονισμένη.
Μετά από λίγο καταφέρνω να την σηκώσω και κατευθυνόμαστε προς το σπίτι. Την αφήνω στο δωμάτιο της χωρίς να το θέλω.
Εγώ:Αν θελήσεις κάτι,πες μου.
Φεύγω και κατευθύνομαι προς το δωμάτιο μου. Δεν το πιστεύω. Όσο και να μην συμπαθούσα τον τύπο δεν ήθελα να πάθει κάτι. Και τι είναι όλα αυτά που της έλεγε; Δεν καταλαβαίνω. Τα λεπτά περνούν με εμένα χαμένο στη σκέψη μου μέχρι να ακούσω έναν χτύπο στην πόρτα μου.
Εγώ:Μπεεες.
Την βλέπω να κατεβάζει το χερούλι της πόρτας διστακτικά και να μπαίνει μέσα.
Εγώ: Όλα καλά;,
Τα μάτια της είναι βουρκωμένα και δεν φαίνεται και στην καλύτερη κατάσταση.
Άννα: Μπο.. μπορούμε να φύγουμε;
Εγώ:Να πάμε που;
Άννα:Στην ταράτσα. Αν γίνεται δεν είσαι υποχρεωμένος να πεις ναι κάνε ότι θες έτσι και αλλιώς δεν πειράζει θα σαι κου-
Εγώ: Κατέβα και έρχομαι.
Αρπάζω το τζακετ και τα κλειδιά της μηχανής και κατεβαίνω.
Ανεβαίνω στην μηχανή και την βλέπω να περιμένει δίπλα.
Εγώ: Άντε ανέβα.Τι περιμένεις;
Άννα:Δεν θα βάλεις κράνος;
Εγώ: Έχω μόνο ένα κράνος που θα το βάλεις εσύ.
Άννα:Δεν χρειάζεται, δικό σου είναι.
Εγώ: Μίλησα. Άντε.
Την βλέπω να προσπαθεί να ανέβει στην μηχανή με κάθε τρόπο.
Εγώ:Θες βοήθεια;
Άννα: Μάλλον, λέει τρίβοντας αμήχανα το χέρι της.
Εγώ: Βάλε δύναμη στο χέρι σου και στηρίξου στον ώμο μου.
Στηρίζεται στον ώμο μου φοβούμενη πως θα πέσει. Κάθεται στη μηχανή και κοιτά τριγύρω. Ξεκινώ την μηχανή και σε δευτερόλεπτα έχει τυλίξει τα χέρια της στον κορμό μου. Βάζει τόση δύναμη.
Άννα: Πήγαινε πιο σιγά!
Εγώ:Δεν έχω αρχίσει ακόμη, λέω γελώντας και πατάω το γκάζι. Σε λίγα λεπτά έχουμε φτάσει. Κάθεται εκεί χωρίς να αφήσει τα χέρια της .
Εγώ:Θα κατέβεις;
Άννα: Αμέ, λέει προσπαθώντας να κατέβει.
Την βλέπω απτό καθρέφτη και ένα γελάκι ξεφεύγει από τα χείλη μου. Είναι τόσο μικροσκοπική.
Εγώ:Θα κατέβω εγώ πρώτος για να σε βοηθήσω. Άσε με.
Άννα: Όχι θα πεθάνω.
Εγώ:Η μηχανή είναι ακίνητη. Θα σαι εντάξει.
Τα λόγια μου την καθησυχάζουν και αφήνει τα χέρια της από πάνω μου. Κατεβαίνω από τη μηχανή και στέκομαι στο πεζοδρόμιο. Της βγάζω το κράνος και βλέπω τα μάτια της πρησμένα και κόκκινα.
Εγώ: Δώσε μου τα χέρια σου . Τα δίνει και την βοηθάω να κατέβει.
Άννα: Ευχαριστώ, λέει κατευθυνόμενη προς τη σκάλα.
Την πλησιάζω και ψιθυρίζω στο αυτί της:
Κρίμα που δεν φτιάχνουν μηχανές για Minion, λέω γελώντας.
Αυτή,μου δίνει μια μπουνιά στο μπράτσο και ανεβαίνει την σκάλα με εμένα να την ακολουθώ. Κάθεται στην άκρη της ταράτσας με εμένα δίπλα της. Κοιτά την θέα.Τα μάτια της δακρύζουν.
Άννα: Έχεις τσιγάρο;
Εγώ: Ναι, γιατί;
Άννα: Δώσε ένα.
Εγώ:Δεν παίζει. Τέλος!
Άννα: Ξέρεις γιατί μου τα είπε όλα αυτά;
Έγω: Όχι.
Άννα: Κάναμε μια εργασία για την αγάπη. Και του είπα ότι η αγάπη είναι ότι χειρότερο υπάρχει. Δεν με έχει αγαπήσει κανένας και αυτός ίσως και να... Μα τι λέω!
Σηκώνεται απότομα και περπατά νευρικά.
Εγώ:Δεν μπορώ να γνωρίζω για τον ερωτικό βαθμό μα υπάρχουν άνθρωποι γύρω σου που σε αγαπούν.
Άννα: Ποιός; Η μάνα μου; Η αδερφή μου; Ποιός!
Εγώ: Άννα έλα ηρέμησε!
Σηκώθηκα πάνω και την πλησίασα.
Άννα:Μην με πλησιάζεις! Είστε όλοι ίδιοι. Είστε όλοι σαν αυτόν! Και σε μισώ. Σε μισώ γιατί.. γιατί είσαι εσύ!
Εγώ: Τί λες;
Άννα: Είσαι ο μόνος που μου φέρεται καλά,που δεν μου κάνει κάτι. Που..
Εγώ:Που τι:!
Άννα: Τίποτα!
Την πλησίασα προσεκτικά και μηδένισα την απόσταση. Την αγκάλιασα τόσο σφιχτά που θα την έσκαγα. Ήταν σαν να μου έδινε οξυγόνο. Εκείνη,σπάραξε σε λυγμούς. Μετά από λίγα λεπτά ηρέμησε,και φύγαμε από εκεί.Την καληνύχτισα και πήγα στο δωμάτιο μου. Έκλεισα τα μάτια μου και κοιμήθηκα με το άρωμα της.
Πλευρά Άννας
Ο ίδιος καταραμένος εφιάλτης επαναλαμβάνεται με μόνη διαφορά το τέλος. Όσο βυθίζομαι ένα χέρι με τραβά . Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τον Αλέξη με ένα όπλο στο χέρι.
Σαγαπω,μου λέει και πυροβολει τον εαυτό του. Ξυπνάω ουρλιάζοντας.
Πλευρά Πάνου
Ακούω ουρλιαχτά και πετάγομαι από το κρεβάτι. Φτάνω έξω από την πόρτα της φωνάζοντας το όνομα της. Την είχε κλειδώσει. Πιάνω το κλειδί που κρύβω στο κάσομα και εισβάλω στο χώρο.Την βλέπω να κλαίει και να ουρλιάζει. Ουρλιαχτά πόνου και φόβου. Την αγκαλιάζω προσπαθώντας να την ηρεμήσω. Μα μάταια. Η φωνή της δεν σταματά.
Εγώ: Άννα, τι έγινε;
Δεν μου απαντά , απλά κλαίει σπαρακτικά.
Την ταρακουνώ φωνάζοντας το όνομα της. Φαίνεται να έχει επαφή με το περιβάλλον.
Άννα: Πέθανε!
Η φωνή της είναι δυνατή. Σπάει τζάμια.
Εγώ: Ένας εφιάλτης ήταν, πέρασε μικρή μου.
Ηρεμεί και ευχαριστόντας με κατεβαίνει στην κουζίνα. Μετά από κάποια λεπτά ακούω γυαλιά να σπάνε.Την βλέπω να ανεβαίνει την σκάλα με δάκρυα στα μάτια και να πλησιάζει την πόρτα του δωματίου της. Μπαίνω μέσα στο πάπλωμα μου και προσπαθώ να ηρεμήσω. Ένας ακόμη χτύπος ακούγεται στην πόρτα μου και μπαίνει χωρίς να ακούσει απάντηση.
Άννα: Μπορώ να κοιμηθώ εδώ;, ρωτά με το μαξιλάρι αγκαλιά.
Της κάνω νόημα και ξαπλώνει δίπλα μου. Αποφεύγω να την ακουμπάω. Απλά κοιτώ την πλάτη της και τα όμορφα μαλλιά της. Χωρίς να το περιμένω παίρνει τα χέρια μου και τα τυλίγει στο σώμα της.
Άννα:Το χρειάζομαι, λέει κλείνοντας τα πρησμένα της μάτια.
Και γω σε χρειάζομαι μπανανίτσα λέω από μέσα μου.Ένα πολύ έντονο κεφάλαιο! Ελπίζω να σας άρεσε! Ψηφίστε και σχολιάστε. Θα τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο! Love you all!💕
YOU ARE READING
𝐓𝐡𝐞 𝐭𝐫𝐮𝐭𝐡 𝐧𝐞𝐯𝐞𝐫 𝐬𝐭𝐚𝐲𝐬 𝐡𝐢𝐝𝐝𝐞𝐧
Teen FictionΗ Άννα είναι μια 16χρονη κοπέλα που ζει με την μητέρα και την μικρότερη αδερφή της στην Αθήνα. Το πάθος της,ο χορός. Είναι ο τρόπος διαφυγής της από την σκληρή καθημερινότητα που ζει. Έχει χάσει τον πατέρα της εδώ και 5 χρόνια και ήταν αναγκασμένη...