Οι ώρες πέρασαν συζητώντας. Λάτρευα να μαθαίνω πράγματα για την ζωή του. Φύγαμε και φτάσαμε σπίτι μετά από λίγη ώρα. Μπήκα στην κουζίνα με σκοπό να ετοιμάσω βραδυνό μα δεν το έκανα κατευθείαν.
Πάνος: Δεν θα αλλάξεις;
Εγώ:Δεν χρειάζεται, είμαι μια χαρά και έτσι
Πάνος: Έλα τώρα μπανανίτσα, βάλε κάτι πρόχειρο,οι δυο μας είμαστε.
Κατευθύνθηκα στον πάνω όροφο και φόρεσα ένα κόκκινο φούτερ του με μια μαύρη φόρμα του. Έβγαλα τα άβολα παπούτσια και ακούμπησα τα γυμνά μου πόδια στο κρύο πάτωμα. Τα μαλλιά μου τα τύλιξα σε έναν ατημέλητο κότσο και αφότου αφαιρέσω το μακιγιάζ κατεβαίνω για ακόμη μια φορά στην κουζίνα. Έβαλα νερό να βράσει,και όταν ήταν έτοιμο έριξα τα noodles μέσα. Τα μπαχαρικά μπήκαν στο τέλος όσο εγώ ανακάτεβα το φαγητό.
Δύο χέρια τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση μου, και τα χείλη του φίλησαν τον λαιμό μου, κάνοντας με να γελάσω.
"Μπράβο μικρή, μυρίζει υπέροχα.!", είπε και με ένα μικρό φιλί έφυγε από την κουζίνα. Σέρβιρα το φαγητό, λίγο πριν κατευθηνθώ στο σαλόνι με τα πιάτα στα χέρια. Δοκίμασε πρώτος και το πρόσωπο του πήρε μια έκφραση αηδίας. Κατάπιε και αφότου ήπιε λίγο νερό μίλησε:
"Τι έβαλες μέσα;"
"Τα σωστά μπαχαρικά, γιατί;", ρωτώ λυπημένη.
"Δεν τρώγεται! Αν δεν μπορείς να μαγειρεύεις,ας πάρουμε απέξω!", είπε φωνάζοντας.
"Μπορείς να είσαι πιο ευγενικός ξέρεις. Αλλά αν θες πάρε απέξω,μα μην πεις ποτέ πως δεν προσπαθώ!", φωνάζω πίσω.
Το πιάτο γλιστράει από τα πόδια μου και πέφτει στο πάτωμα.
Άρχισα να συμμαζεύω τα γυαλιά. Σηκώθηκα για να τα πετάξω στο κάδο μα ζαλίστηκα. Παραπατούσα.
"Άννα;"
"Άσε με,μην το συνεχίζεις!", λέω προσπαθώντας να κρατήσω την ισορροπία μου. Τα πάντα γύριζαν γύρω μου. Άρχισα να πέφτω προς τα πίσω. Τα χέρια του κράτησαν σώμα μου.
Πάνος: Είσαι καλά;
Εγώ: Μπορείς να με πας πάνω;
Με αφήνει στο κρεβάτι του και μου δίνει την αγωγή μου.
Εγώ: Φύγε, ευχαριστώ που με βοήθησες.
Πάνος: Άννα δεν-
Εγώ: Δεν θέλω να σου μιλήσω τώρα.
Απογοητευμένος αποχωρεί. Μετά από λίγα λεπτά ακούω την μηχανή του. Έφυγε.
Πλευρά Πάνου
Δεν ξέρω τι με έπιασε και της μίλησα έτσι. Δεν θέλω να την στεναχωρώ. Ο αέρας χτυπά το πρόσωπο μου. Δεν πήρα κράνος, έφυγα βιαστηκά. Οδηγώ στους σκοτεινούς δρόμους της Αθήνας, ολομόναχος. Ένα όχημα πετάγεται μπροστά μου και μετά κενό.
Πλευρά Άννας
Το τηλέφωνο μου χτυπά ξυπνώντας με.
Εγώ: Παρακαλώ;
Έλενα: Άννα,ο Πάνος..
Εγώ: Ο Πάνος τι;
Έλενα: Είχε ένα ατύχημα με την μηχανή και είναι σοβαρά.
Το κινητό γλιστράει από τα χέρια μου και το στόμα μου ανοίγει από το σοκ. Σκέφτομαι πως μου λέει ψέματα. Πως κάνει πλάκα. Τρέχω στην έξοδο του σπιτιού και δεν αργώ να βγω στον κεντρικό δρόμο. Μπαίνω τρέχοντας στο κοντινό νοσοκομείο της περιοχής. Χάνομαι. Όλοι μοιάζουν νεκροί. Δεν είναι. Διακρίνω την Έλενα και τρέχω κατά πάνω της.
Εγώ: Που είναι; Πώς είναι;, φωνάζω κλαίγοντας.
Έλενα: Είναι σε σοβαρή κατάσταση, δεν φορούσε κράνος.
Τότε είναι που φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ. Το χειρουργείο κρατάει πολύ και κανείς δεν μας ενημερώνει. Ο Κωνσταντίνος στέκεται δίπλα μου γεμάτος θυμό. Εγώ από την άλλη έχω κουλουριάσει το σώμα μου και κλαίω γοερα.
Ξέρω πως αν πάθει κάτι εγώ θα φταίω. Εγώ τον έδιωξα. Δεν θα σταματήσω να κατηγορώ τον εαυτό μου.
Το χειρουργείο τελειώνει και ο γιατρός βγαίνει από την αίθουσα. Πέφτω πάνω του.
Γιατρός: Το χειρουργείο πήγε πολύ καλά. Θα πρέπει να μείνει ακίνητος για δύο εβδομάδες. Δείτε τον με προσοχή δεν έχει επανέλθει.
Μπαίνω στο δωμάτιο. Νιώθω σαν να βλέπω άλλον άνθρωπο. Όχι αυτός δεν είναι ο Πάνος μου. Ο δυνατός άντρας που γνωρίζω έχει εξαφανιστεί. Κάθομαι δίπλα του και αποφεύγω να κοιτάξω τα σωληνάκια. Πιάνω το χέρι του βλέποντας τον να ξυπνάει σιγά σιγά. Ανοίγει τα μάτια του και μου χαμογελάει κάτι που ανταποδίδω.
Εγώ: Πώς είσαι;
Πάνος: Για την ώρα καλά, απαντά γελώντας.
Εγώ: Είσαι βλάκας, το ξέρεις;, λέω για να τον πειράξω.
Πάνος: Συγγνώμη για πριν μπανανίτσα. Δεν ξέρω γιατί σου μίλησα έτσι.
Εγώ:Δεν πειράζει. Θα μείνεις ακίνητος για δύο εβδομάδες, λέω κατεβάζοντας το κεφάλι μου.
Για λίγα λεπτά δεν απαντά. Μα έπειτα με κοιτά χαμογελαστός.
Πάνος:Θα με γιατροπορεύσεις μικρή;
Εγώ:Μμμ,ναι.
Φεύγω από το δωμάτιο για να ετοιμάσω το εξιτήριο του. Με την βοήθεια του Κωνσταντίνου επιστρέφουμε στο σπίτι. Ο Πάνος ξαπλώνει στο κρεβάτι με μένα να ετοιμάζω το φαγητό του. Όσο τρώει τον παρατηρώ. Είναι γεμάτος μώλωπες. Το σώμα του δεμένο με γάζες. Δεν μπορώ παρά να μην σκεφτώ τι θα γινόταν αν τον έχανα.Βουρκώνω στη σκέψη. Δαγκώνω την γλώσσα μου.
Πιάνει το χέρι μου και στρέφει το βλέμμα του πάνω μου.
Πάνος: Είμαι καλά τώρα, μπανανίτσα μην ανησυχείς, λέει προσπαθώντας να με καθησυχάσει.
Εγώ:Ναι αλλά μπορεί να μην ήσουν. Αν πάθεις κάτι-
Πάνος:Δεν θα σε αφήσω ποτέ,τα έχουμε πει αυτά.
Εγώ: Δεν μπορείς να το ξέρεις αυτό. Δεν μπορείς να προβλέπεις το μέλλον. Μπορεί να γίνει κάτι και να χωρίσουν οι δρόμοι μας.
Πάνος: Ό,τι και να γίνει,θα σε έχω στο μυαλό μου σαν μια γλυκιά ανάμνηση. Με το σχολείο τι θα κάνεις;
Εγώ:Δεν θα πηγαίνω. Εξάλλου πλησιάζουν Χριστούγεννα!
Πάνος: Έχουμε καιρό ακόμα!
Εγώ: Είναι σε λιγότερο από 1 μήνα.
Πάνος: Καλά μην βιάζεσαι. Εσύ πώς είσαι;
Εγώ: Καλά είμαι, πήρα τα χάπια μου.
Πάνος: Να προσέχεις με την αγωγή σου μικρή.
Γνέφω θετικά και μπαίνω κάτω από τα σκεπάσματα. Πρώτα σκεπάζω εκείνον αφήνοντας ένα φιλί στο μέτωπο του και ξαπλώνω στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Κλείνω τα μάτια μου και αναπνέω βαθιά. Τα χέρια του τυλίγονται γύρω μου και με τραβούν πάνω του.
"Θα σε πονέσω", λέω χτυπώντας τα χέρια του.
"Εγώ, χωρίς την μπανανίτσα μου δεν κοιμάμαι. Τώρα μη μιλάς γιατί νυστάζω. Καληνύχτα", λέει αφήνοντας ένα φιλί στον λαιμό μου.
"Καληνύχτα"
Ένα νέο κεφάλαιο! Ελπίζω να σας άρεσε! Ψηφίστε και σχολιάστε. Θα τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο! Love you all!💕
VOCÊ ESTÁ LENDO
𝐓𝐡𝐞 𝐭𝐫𝐮𝐭𝐡 𝐧𝐞𝐯𝐞𝐫 𝐬𝐭𝐚𝐲𝐬 𝐡𝐢𝐝𝐝𝐞𝐧
Ficção AdolescenteΗ Άννα είναι μια 16χρονη κοπέλα που ζει με την μητέρα και την μικρότερη αδερφή της στην Αθήνα. Το πάθος της,ο χορός. Είναι ο τρόπος διαφυγής της από την σκληρή καθημερινότητα που ζει. Έχει χάσει τον πατέρα της εδώ και 5 χρόνια και ήταν αναγκασμένη...