Κεφαλαιο 10.

1.2K 97 5
                                    

Αφησε την κουπα του με τον ζεστο καφε στο τραπεζακι και εγλυψε τα χειλη του απολαμβανοντας την μικρη δοση καφε'ι'νης που εισχωρησε μεσα του. Επιασε το σκουρο μολυβι του περνωντας το αναμεσα από τα μακρυα δαχτυλα του προσπαθωντας να φερει στο μυαλο του την μορφη της. Ένα αμυδρο χαμογελο χαραχτηκε στο προσωπο του. Το βλεμμα του επεσε πανω στο μικρο γλυκο κοριτσακι που κοιμοταν διπλα του στον καναπε. Η μικρη ατιθαση ανιψια του . Η Ευη. Πρωτη φορα ειχε αναγκη να ακουσει από καποιον πως τα σχεδια του ειχαν αξια. Ποτε δεν τον ενδιεφερε η γνωμη των αλλων. Εκατσε στα γονατα του μπροστα από το χαμηλο τραπεζακι σχεδιαζοντας στο λευκο χαρτι διασκορπες γραμμες διχως να σκεφτει. Αρχισε να σχηματιζει την μορφη της πανω στο χαρτι. Με προσεκτικες κινησεις προσπαθουσε να τελειοποιησει το εργο του δεινοντας εμφαση σε ορισμενα σημεια. Πεταξε ατσαλα το μολυβι του αφηνοντας το να προσγειωθει πανω στο τραπεζακι προκαλωντας θορυβο. Γυρισε κατευθειαν το κεφαλι του προς την μικρη νερα'ι'δα που απολαμβανε τον μεσημεριανο υπνο της βεβαιωνοντας τον εαυτο του πως η κινηση του δεν την ξυπνησε. Σηκωθηκε ορθιος αρπαζοντας από το τραπεζακι το ορθογωνιο πακετο που εκρυβε μεσα τα τσιγαρα του και ανοιγοντας την μπαλκονο πορτα βγηκε εξω. Τοποθετησε το τσιγαρο στην ακρη των χειλιων του αναβοντας το. Εκλεισε τα ματια του αφηνοντας την νικοτινη να ταξιδεψει μεσα του. Εξεπνευσε αφηνοντας τον καπνο να βγει. Κρατησε το τσιγαρο με την αναστροφη του χεριου του και ξανα μπηκε μεσα στο σπιτι κλεινοντας την μπαλκονοπορτα. Κινηθηκε προς την κουζινα οπου εσβησε το τσιγαρο του και το πεταξε στα σκουπιδια. Καθισε παλι κατω και αρχισε να μουτσουρωνει την δεξια πλευρα του σκιτσου του δημιουργωντας διαφορες σκιες. Το τηλεφωνο του ηχησε αποσποντας του την προσοχη. Τεντωθηκε πιανοντας το. Ειδε το ονομα του καλυτερου του φιλου να αναβοσβηνει στην οθονη.

''Χρονια και ζαμανια Μαρκοπουλε! '' ειρωνευτηκε η φωνη μεσα από το τηλεφωνο.

''Σου ελειψα να φανταστω; '' ψιθηρισε το αγορι μην θελοντας να ξυπνησει την Ευη.

''Παρα πολύ βρε παλιο παιδο! Θα βγουμε; '' τον ρωτησε γελωντας με αγωνια.

''Δεν μπορω Γιωργο. Πρεπει να κρατησω την ανιψια μου. '' ξεφυσηξε κοιτωντας το μικρο κοριτσι.

''Γιατι δεν την φερνεις μαζι σου; '' απορρησε ο Γιωργος.

''Που θα παμε; '' μουρμουρισε το αγορι επεξεργαζοντας την ιδεα στο μυαλο του.

Απαγορευμένο.{GW15}Onde histórias criam vida. Descubra agora