9

6 2 0
                                    

Βγήκα τρέχοντας από το δωμάτιο μου, αν αργήσω λίγο ακόμα δεν θα γλιτώσω την απουσία.
-περάστε.
Ακούστηκε η βραχνή φωνή του καθηγητή.
- Καλημέρα δεσποινίς φισερ, πάλι αργήσατε.
-Καλημέρα, συγνώμη δεν θα επαναληφθεί.
Είπα ντροπιασμένη και έκατσα στο θρανίο μου.
-Λοιπόν ανοίξτε τα βιβλία της φυσικής στην σελίδα 57, σήμερα θα μιλήσουμε για το φαινόμενο της ολικής ανάκλασης.
Συνέχισε ο καθηγητής, ανοιξα το βιβλίο μου και κοίταξα στο παράθυρο, ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, η μερα είναι πολύ καλή για Νοέμβριο μήνα.

***

Μετα το σχόλασμα πήγα κατευθειαν στην βιβλιοθήκη Γιανα διαβάσω, τελείωσα σχετικά γρήγορα με τα μαθήματα, οι σημειώσεις μου όμως ήταν ελλιπείς, τον τελευταίο καιρο δεν μπορώ να συγκεντρωθώ καθόλου στο μαθημα, το μυαλό μου τριγυρίζει συνέχεια αλλού. Αφού μάζεψα τα βιβλία μου κατέβηκα στον κάτω διάδρομο όπου βρίσκεται και το δωμάτιο μου. Ήμουν έτοιμη να ανοίξω την πόρτα όταν άκουσα την φωνή της κελλυ.
-Βικτωρια!
-Κελλυ!!
Φώναξα και έτρεξα κοντά της, της έκανα μια σφιχτή αγκαλιά και την βοήθησα με τις βαλίτσες.
-τι κανεις;
Είπε και βυθίστηκε στο κρεβάτι της.
-θα στα πω, πες μου εσυ τα δικά σου νέα πρώτα.
-Δεν θα με πιστέψεις αλλά μου έλειψε το σχολείο, το δωμάτιο μας και γενικά μου έλειψες.
-Και εμενα μου έλειψες, όλον αυτό τον καιρό δεν άντεχα μόνη μου.
-μόνη σου; Η ροζα ;
-Μου είπε πως είναι καλύτερα να απομακρυνθούμε...
-Σοβαρά μιλάς;
-Ναι...
-θα της μιλήσω και θα ξεκαθαριστούν τα πράγματα.
-Άστο καλύτερα, δεν θέλω να νομίζει πως την πιέζω, θα έχεις τους λόγους της.
-Τίποτα δεν έχει, ξέρω εγω.
Μου είπε και βγήκε αποφασιστικά από το δωμάτιο.
-Ωω Θεέ μου! Γάτα είναι αυτή ;
Άκουσα την κελλυ από τον διάδρομο. Σηκώθηκα και άνοιξα την πόρτα, εβγαλα κλεφτά το κεφάλι μου και κοίταξα, ο Τζεικ κρατούσε στα χέρια του μια πανέμορφη κάτασπρη γάτα.
-Σσσς θες να μας ακούσουν;
-Συγνώμη, πρέπει να την βγάλεις έξω.
Του απάντησε, βγήκα σιγα σιγά από το δωμάτιο και κατευθύνθηκα προς το μέρος τους, δεν μπορούσα να μην την δω από κοντά.
-Γεια σου γλυκουλα μου, Γιανα δούμε είσαι αγόρι ή κορίτσι.
Είπα και σήκωσα απαλά την μικρή γατούλα.
-Αγοράκι.
Είπα και χαμογέλασα.
-Ωραία δώστον μου.
Μου απάντησε ψυχρά ο Τζεικ και άρπαξε κτητικα την γατούλα.
-Δικος σου είναι ;
Τον ρώτησα
-Όχι, τον βρήκα να κλαίει έξω από τον φράχτη του γηπέδου.
-Στο δάσος;
Τον ρωτησε η κελλυ και τα ματια της γουρλοσαν.
-Ναι
-Θα τον πας πισω; Ίσως τον ψάχνει η μαμά του. Του απάντησε.
-Δεν ήταν καμία άλλη γάτα κοντά, ήταν μόνος του εκεί.
-τι θα κάνουμε;
Ρώτησα και χάιδεψα το τρίχωμα του γατούλη.
-Εσυ τίποτα, εγω Θα τον κρατήσω.
Καθώς ο Τζεικ χάθηκε στον διάδρομο, η κελλυ με κοιταξε με πονηρό βλέμμα.
-Τι;
-Σου αρέσει ;
-τι; ΟΧΙ!
-Οοο έλα τώρα Βικτωρια, σε έχω μάθει!
Είπε και έκανε έναν μορφασμό.
-Εεεε ίσως μου αρέσει λίγο.
-Λίγο ;
-Πολύ, εντάξει;
ένιωσα τα μάγουλα μου να φλέγονται.
-Γιατί δεν-
-Όχι!
Την διέκοψα
-Μα αφού σου αρέσει, μιλά του.
-Δεν νιώθω άνετα, και ξέρω πως δεν θα ανταποκριθεί.
-Όπως θέλεις.
Μου είπε παιχνιδιάρικα.

***

Με την κελλυ κλειστήκαμε στο δωμάτιο μέχρι το απόγευμα, της είπα τα πάντα για όσο καιρό έλειπε, ακόμα και για το ημερολόγιο.

-Βικτωρια, θέλω να σου πω και εγω κάτι σχετικά με αυτό το θέμα.
-Για το ημερολόγιο ;
-Ναι, ξέρεις δεν νομιζω πως ο θάνατος του αλεξ ήταν τυχαίος.
-Τι θες να πεις;
-Έψαχνε, έψαχνε πολύ, πήγαινε συχνά στο δάσος.
-Δηλαδή... κάποιος τον κατάλαβε και...Όχι, όχι κάτι άλλο πρπει να έγινε.
-Είμαι σίγουρη! Μπορεί να σου ακουστεί τρελό αλλά το σχολείο μας δεν είναι τόσο τίμιο όσο θέλουν να φαίνεται.
-Τι έψαχνε όμως ; Και γιατί ενόχλησε κάποιον τόσο πολύ;
-Μου είχε αναφέρει κάποια πράγματα, κρατούσε και αυτός σημειώσεις και είχε βρει σε μια καμπίνα στο δάσος χαρτια,δεν τα είδα ποτε ούτε ξέρω τι είναι, κάπου πρέπει να τα εχει φυλαγμένα.
-Στο δωμάτιο του.
Απάντησα
-Πρέπει να μπούμε, να τα βρούμε.
-Ναι αλλά πως ;
- Ο Τζεικ είναι ο μόνος που μπορεί να μας βοηθήσει, αυτός κοιμόταν με τον Αλεξ.
-Δηλαδή να του μιλήσουμε;
- τον εμπιστεύομαι εσυ ;
-Δεν ξέρω...

Το κουδούνι για το βραδινό χτύπησε
-Σήκω πάμε, θα του μιλήσουμε τώρα στο βραδινό!
Είπε Αποφασιστικά η κελλυ.
Κατεβήκαμε γρήγορα τις σκάλες και μπήκαμε στην τραπεζαρία. Έψαχνα με το βλέμμα μου όλα τα τραπέζια αλλά δεν τον βλέπω πουθενά.
-δεν είναι εδώ.
Ψυθίρισα
-θα πάω στο δωμάτιο του.
Της είπα και κατευθύνθηκα προς την έξοδο.
-Δεν θα φας ;
-όχι, μιλα στην ροζα.
Μου έγνεψε καταφατικά και χωριστήκαμε.

Ανεβηκα σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες και κατευθύνθηκα προς τον κοιτώνα των αγοριών.
-334, 335, 336 εδώ είμαστε.
Χτύπησα σιγανά την πόρτα.
-Βικτωρια; πως και από εδώ ;
Είπε ο τζεικ και στηρίχτηκε στο δοκάρι της πόρτας.
-Δεν σε είδα στο βραδινό και ανησύχησα.
Δεν μου απάντησε και μου έκανε νόημα να περάσω.
Έριξα μια γρήγορη ματια στη μεριά του αλεξ, ήταν άδεια.
-καλά είσαι ;
Τον ρώτησα με έναν τόνο ανησυχίας.
-Ναι
Είπε ξερά.
-Ο γατούλης;
Ρώτησα και μου έδειξε κάτω από το κρεβάτι του.
-Σίγουρα είσαι καλά ;
-τι θες ;
Μου απάντησε νευρικά.
-τίποτα.
-τότε γιατί ήρθες ;
-Πρέπει να μιλήσουμε.
Ψέλλισα.
-Τι να πούμε; Δεν νομιζω να υπάρχει κάτι που έχουμε να πούμε.
Είπε ειρωνικά.
-Γιατί κανεις έτσι; Εγω ήρθα για άλλον λόγο.
-Τι λόγο δηλαδή;
Με πλησίασε περισσότερο.
-Για τον Αλεξ.
Είπα και απομακρύνθηκα.
-Οι γονείς του μάζεψαν τα πράγματα βλέπω.
-Ναι τα περισσότερα...
-Μήπως έχεις δει κανένα τετράδιο ή χαρτια μαζεμένα;
-Περίμενε.
Είπε και άνοιξε την ντουλάπα, έβγαλε ένα μεγάλο μπλε φάκελο.
-Δεν ξέρω αν είναι αυτό που ψάχνεις, τι το θες ;
-Πρέπει να σου εξηγήσω κάποια στιγμή.
Πήγα να τον πάρω αλλά τον τράβηξε.
-Τώρα θα μου εξηγήσεις.

Το δάσος Where stories live. Discover now