Chapter 7

521 41 6
                                    

Αστερόβη

Η χθεσινή μέρα ήταν τόσο ψυχοφθόρα που έπεσα ξερή για ύπνο. Κάποια στιγμή τα χαράματα όμως άρχισα να πονάω, ο Στέφανος μου έδωσε παυσίπονο και γρήγορα με ξανά πήρε ο ύπνος, χωρίς απρόοπτα μέχρι το πρωί.

Η ώρα είναι 10, έχω ξυπνήσει εδώ και λίγη ώρα και ο Στέφανος μου έχει φέρει πρωινό, αλλά δεν έχω πολύ όρεξη, δεν αισθάνομαι πολύ καλά.

Ακούω την πόρτα να ανοίγει και στρέφομαι προς τα εκεί, τον βλέπω να με κοιτάζει αυστηρά και να έρχεται προς το μέρος μου. "Γιατί δεν έφαγες;" ρωτάει αμέσως. "Μικρό νόμιζα ότι κατάλαβες αυτά που σου είπα εχθές και-" Πάει να συνεχίσει και τον σταματάω

"Δεν το κάνω από πείσμα, αλήθεια. Απλώς δεν έχω όρεξη" λέω και τυλίγομαι με το σεντόνι.

Με πλησιάζει και βαζει το χέρι του στο κεφάλι μου "Είσαι ζεστή" λέει και τότε καταλαβαίνω ότι κρυώνω υπερβολικά για καλοκαίρι

Δεν λέει τίποτα ανοίγει ένα συρτάρι και τον βλέπω να έρχεται με ένα θερμόμετρο. Με ξεσκεπάζει και το τοποθετεί κάτω από το χέρι μου με προσοχή. Μόλις το θερμόμετρο ακουμπάει το δέρμα μου ρίγος με διαπερνάει και τυλίγομαι περισσότερο με το σεντόνι. Λίγα λεπτά μετά το ακούω να χτυπάει, το κοιτάζει και ξεφυσάει. Παίρνει το κινητό από την τσέπη του και καλεί κάποιον

'Έλα' Τον ακούω να λέει στο τηλέφωνο αλλά δεν μπορώ να ακούσω τον συνομιλητή του
'Η μικρή έχει ανεβάσει πυρετό' συνεχίζει
'38,7' λέει αμέσως μετά
'σε ποιό συρτάρι;' ρωτάει και κατευθύνεται προς την μεγάλη συρταριέρα που από ότι έχω καταλάβει έχει διαφορά φάρμακα και άλλα ιατρικά εργαλεία
'Ναι το βρήκα. Πόσο να της δωσω;' ρωτάει κρατώντας ένα γυάλινο μπουκαλάκι
'Εντάξει' λέει και το κλείνει

Αμέσως τον βλέπω να παίρνει μια σύριγγα και να τοποθετεί εκεί μια βελόνα. Βάζει μια ποσότητα από το φάρμακο και αφού το ξανά βάλει στο συρτάρι αφαιρεί την βελόνα και την πετάει στα σκουπίδια.  Έρχεται προς το μέρος μου και πάει να το χορηγήσει στον ορό μου αλλά τον σταματάω με το χέρι μου

"Τι είναι αυτό;" ρωτάω αδύναμα, καθώς φοβάμαι για αυτά που μου δίνουν

"Αντιπυρετικό" Απαντάει απλά και γνεφω διστακτικά "Μην φοβάσαι αν ήθελα να σε σκοτώσω θα το είχα κάνει από την αρχή" λέει καθώς βλέπει τον φόβο στα μάτια μου και προσπαθεί να με χαλαρώσει. Τον κοιτάζω φοβισμένη καθώς χορηγεί το φάρμακο στον ορό μου. Γυρνάει και με κοιτάζει "Δεν χρειάζεται να φοβάσαι" Μου λέει μολις πετάξει την άδεια σύριγγα "τα φάρμακα που σου δίνουμε είναι για να σε βοηθήσουν, όχι για να σου κάνουν κακό" συνεχίζει. Δεν απαντάω και ακόμα υπάρχει φόβος στο βλέμμα μου "Τι φοβάσαι;" με ρωτάει απλά

Ο Κύκλος Where stories live. Discover now