Το όνειρο

114 11 49
                                    

Ο Φαλάελ ήταν πολύ ανήσυχος. Ο μικρός του αδερφός, ο Έλνταρ ήταν άρρωστος. Εδώ και δύο ημέρες ψηνόταν στον πυρετό και ήταν κρεβατωμένος. Είχε βυθιστεί σε έναν ύπνο και δεν έλεγε να ξυπνήσει. Ούτε ο πυρετός έπεφτε. 

Ο νεαρός ξωτικός δεν μπορούσε να διαχειριστεί τον πανικό του. Μαύρες σκέψεις τον κατέκλυζαν, αλλά κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια να τις διώξει. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο πολυαγαπημένος του μικρός αδερφός θα έφευγε από την ζωή. Αλλά αν ο πυρετός επέμενε, η ψυχή του θα πήγαινε να συναντήσει τους Θεούς. 

Αλλά ο Φαλάελ αγαπούσε τον μικρό του αδερφό και δεν ήθελε να τον χάσει. 

Σχεδόν όλοι στο χωριό είχαν κάτι κακό να πουν για τον Έλνταρ. Τον θεωρούσαν παράξενο, απόμακρο. Σχεδόν αντικοινωνικό, όμως ο μεγάλος του αδερφός ήξερε ότι ο Έλνταρ ήταν ξεχωριστός σαν ένα ακατέργαστο διαμάντι. 

«Θεοί, σας ικετεύω, μην τον πάρετε» προσευχήθηκε ο Φαλάελ. 

Τότε ένα απαλό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και ο ξωτικός πήγε να ανοίξει. Αντίκρυσε την Ιρίθιελ, μία όμορφη ξωτικιά με καστανά σπαστά, μακριά μαλλιά που έπεφταν σαν καταρράχτης στην πλάτη της και καταγάλανα μάτια που έφερναν στον νου σου το γαλάζιο του ουρανού. Σε αυτά τα μάτια ήταν αποτυπωμένη όλη η καλοσύνη της κοπέλας που πάντα ήθελε να προσφέρει βοήθεια στους άλλους. Και για αυτό ήταν και η θεραπεύτρια του χωριού. 

«Ιρίθιελ» είπε ο Φαλάελ. 

«Να περάσω;» τον ρώτησε ευγενικά η κοπέλα. 

«Έλα» της είπε εκείνος και της έκανε χώρο. 

Η Ιρίθιελ μπήκε μέσα στο σπίτι του Φαλάελ και έπειτα γύρισε προς το μέρος του νεαρού. 

«Τι κάνεις;» τον ρώτησε. 

Ο Φαλάελ ξεφύσησε. 

«Είμαι πολύ ανήσυχος Ιρίθιελ μου. Ο Έλνταρ δεν ανταποκρίνεται στην θεραπεία που του έδωσες. Ανησυχώ πολύ» είπε και η φωνή του έσπασε στην τελευταία φράση. 

Ο Φαλάελ ήταν ένας όμορφος ξωτικός, μετρίου αναστήματος με λεπτή κορμοστασιά! Είχε μαύρα μαλλιά τα οποία έφταναν μέχρι τον ώμο του και πράσινα μάτια τα οποία την δεδομένη στιγμή είχαν βουρκώσει. Ήταν ευαίσθητος και δεν ήθελε να κρύψει την ανησυχία του από την Ιρίθιελ που την θεωρούσε φίλη του. 

«Μην φοβάσαι! Οι Θεοί δεν θα αφήσουν να πάθει κακό» είπε η κοπέλα και του έπιασε τα χέρια. 

Η Γνώση των ΞωτικώνWhere stories live. Discover now