Όταν ο Κίβερον άνοιξε τα μάτια του, αντίκρυσε την γυναίκα που ποθούσε. Ασυναίσθητα πήγε να ανασηκωθεί, αλλά η Ιρίθιελ τον σταμάτησε.
«Ήρεμα! Είσαι αδύναμος ακόμη» του είπε.
«Τι συμβαίνει; Πού βρίσκομαι;» την ρώτησε ο λοχαγός.
«Δεν έχει σημασία που βρίσκεσαι, φτάνει που είσαι καλά» του είπε η ξωτικιά, γιατί δεν ήθελε να προδώσει ακόμη την τοποθεσία τους.
«Σε ξέρω! Ήσουν μία από τους αιχμαλώτους που άφησα να φύγω»
«Ναι» απάντησε απλά η Ιρίθιελ.
«Πώς βρέθηκα εδώ;»
«Ένας λύκος σου επιτέθηκε, έτυχε εκεί κοντά να βρίσκονται δύο φίλοι μας και σε πήραν από εκεί αιμόφυρτο και σε έφεραν στον οικισμό μας. Σου πρόσφερα βοήθεια»
«Άρα εσύ με έσωσες, εσύ με θεράπευσες»
«Ναι! Όπως και να έχει! Αν έχεις δυνάμεις, θα ήθελε ο Φαλάελ και η Λόριεν τα ξωτικά που σε βοήθησαν αρχικά να σου μιλήσουν»
«Νιώθω καλά... εμ το όνομα σου;»
«Ιρίθιελ»
«Σε ευχαριστώ Ιρίθιελ. Σου χρωστάω την ζωή μου»
«Είναι χαρά μου να βοηθάω όποιον έχει ανάγκη» του είπε εκείνη πρόσχαρα και έπειτα πήγε να φωνάξει τον Φαλάελ και την Λόριεν.
Όταν μπήκαν στο δωμάτιο, ο Κίβερον φάνηκε να τους παρατηρεί προσεχτικά.
«Γιατί δεν με αφήσατε στην μοίρα μου και με φέρατε στο σπιτικό σας;» τους ρώτησε ευθέως.
«Γιατί μας άφησες να φύγουμε και σου χρωστούσαμε» του απάντησε ο Φαλάελ.
«Και εκτός αυτού είσαι άξιο ξωτικό Κίβερον» αποκρίθηκε κι η Λόριεν. «Έχουμε να σου προτείνουμε κάτι» συνέχισε.
«Τι;» έκανε με απορία ο λοχαγός.
«Έλα με το μέρος μας! Ρίξε τον Άραγκον! Ξεσήκωσε τους στρατιώτες εναντίον του και με σένα αρχηγό, όλοι θα σε ακολουθήσουν» του είπε η σύντροφος του Φαλάελ.
«Δεν υπάρχει περίπτωση. Σας βοήθησα, αλλά δεν θα προδώσω τον αρχηγό μου!»
«Ξέρεις ότι ο Άραγκον είναι τύραννος. Έχει σκλάβους και τους φέρεται απάνθρωπα! Εσύ φαίνεσαι ότι διαφέρεις, ότι δεν συμφωνείς με την τακτική του Άραγκον και από ότι μας έχει πει η Λόριεν είσαι αγαπητός από το στρατό. Στρέψου εναντίον σε αυτό το άθλιο ξωτικό, νίκησε τον, ώστε και εμείς να μην αναγκαζόμαστε να κρυβόμαστε» μίλησε η Ιρίθιελ.
Ο Κίβερον της έριξε μια ματιά! Είχε σωστά επιχειρήματα! Όντως δεν συμφωνούσε με τον Άραγκον, αλλά το να προδώσει τον αρχηγό του ήταν κάτι που δεν είχε φανταστεί. Σκέφτηκε για λίγο, αλλά συνειδητοποίησε και κάτι κιόλας.
«Τι εννοείς κρύβεστε; Πού βρίσκεται το χωριό που διαμένετε και δεν το έχουν βρει οι περιπολίες;» ρώτησε.
«Είναι κρυμμένο με μαγεία! Αν φύγεις έξω από τα σύνορα, δεν θα μπορείς να το δεις» είπε ο Φαλάελ.
«Απίστευτο!» μονολόγησε ο Κίβερον.
«Θα κάνεις αυτό που σου ζητάμε;» ρώτησε παρακλητικά η Ιρίθιελ.
Ο Κίβερον την κοίταξε στα μάτια και αισθάνθηκε μια σύγχυση.
«Ναι» είπε μετά από μια βαθιά σιωπή και το εννοούσε. «Θα σας λέω πληροφορίες για το τι εξελίξεις έχω, αλλά θέλω εσύ Ιρίθιελ να με συναντάς για να σου λέω τα νέα»
«Γιατί εγώ;» ρώτησε η κοπέλα με περιέργεια.
«Διότι θα ήθελα με την ευκαιρία να σε γνωρίσω καλύτερα» της απάντησε ξαφνιάζοντας την.
Έπεσε νεκρική, αμήχανη σιωπή και ο Φαλάελ, ξερόβηξε.
«Οπότε, γύρισε στο κάστρο και πάρε τον στρατό με το μέρος σου. Η Ιρίθιελ θα σε συναντήσει στην Μεγάλη Βελανιδιά σε μια εβδομάδα να της πεις πως πάνε τα πράγματα» είπε.
«Σύμφωνοι» αποκρίθηκε ο Κίβερον.
Η Ιρίθιελ τον συνόδευσε μέχρι τα σύνορα του χωριού.
«Θα τα ξαναπούμε σε μια εβδομάδα από σήμερα» του είπε.
Ο Κίβερον την πλησίασε, της άγγιξε το χέρι και φίλησε την αντίστροφη πλευρά της παλάμης της.
«Μέχρι τότε, να προσέχεις» της είπε κι περπάτησε μακριά της.
Με το που βγήκε από τα σύνορα, το χωριό χάθηκε από τον ορίζοντα. Και να ήθελε να οδηγήσει τον Άραγκον στην Ίσνταλ δεν μπορούσε. Αλλά δεν ήθελε να προδώσει τους νέους του συμμάχους. Ήθελε να ρίξει τον Άραγκον και επίσης να κερδίσει την καρδιά της καλοσυνάτης θεραπεύτριας.
YOU ARE READING
Η Γνώση των Ξωτικών
General FictionΟ Έλνταρ ήταν από παιδί ένα αλλόκοτο αγόρι και όλη η κοινότητα των ξωτικών στο χωριό της Πέτρας τον απέφευγε. Μοναδικό του στήριγμα του Έλνταρ ο μεγάλος αδερφός του ο Φαλάελ ο οποίος πάντα τον υποστήριζε και θεωρούσε ότι ο μικρός του αδερφός ήταν πρ...