Η Άννα λέει στον Δημήτρη: Πως νιώθεις αγάπη μου που τώρα είσαι άντρας μου και με την Βούλα, που είσαι μόνο δικός μου για πάντα; ,η βέρα σου πάει πολύ. Δημήτρης: Νιώθω υπέροχα κυρία Ροδίτη και εσύ είσαι μόνο δική μου ,πάμε να το γιορτάσουμε μαζί με τις κουμπαρες μας ;, Άννα: Πάμε Αγάπη μου .Έτσι πηγαίνουν σε ένα εστιατόριο για να το γιορτάσουν εκεί όμως δουλεύει ένας πρώην της Άννας ο Αχιλλέας. Έτσι όταν κάθονται τον βλέπει η Άννα και λέει στον Δημήτρη, Δημήτρη μου εδώ δουλεύει ένας πρώην μου ,δεν το ήξερα, αν δεν νιώθεις άνετα μπορούμε να πάμε αλλού. Δημήτρης: Όχι δεν χρειάζεται σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη κυρία Μαρκέτου. Έτσι παραγγέλνουν σε έναν άλλον σερβιτόρο και τους λέει ότι σε λίγο θα τους φέρει αυτά που παρήγγειλαν. Όμως ο Αχιλλέας αναγνωρίζει την Άννα και πάει στο τραπέζι τους για να της μιλήσει αλλά και να την φλερτάρει ταυτόχρονα αλλά δεν θα περιμένει την αντίδραση της Άννας. Αχιλλέας: Γειά σου Άννα, με θυμάσαι ο Αχιλλέας είμαι ο πρώην σου . Έχεις ομορφύνει επικίνδυνα, θες να βγούμε το βράδυ για ένα ποτό να τα πούμε; ,Αννα: Δεν γίνεται Αχιλλέα είμαι παντρεμένη πλέον,από εδώ ο Σύζυγος μου ο Δημήτρης Μαρκέτος Εισαγγελέας και δεν έχω μάτια για άλλον,είμαι τρελά ερωτευμένη με τον Δημήτρη μου. Σε παρακαλώ άσε μας να φάμε με την ησυχία μας. Αγγελική: την άκουσες την κολλητή μου ,φύγε σε παρακαλώ. Μυρτώ: Την άκουσες την αδελφή μου ,είναι ερωτευμένη με τον άντρα της ,φύγε σε παρακαλώ και άσε μας να γιορτάσουμε τον γάμο τους . Αχιλλέας: Μα Άννα σε θέλω πίσω ,θα σε διεκδικήσω. Άννα: Είμαι πλέον η Άννα Μαρκέτου και είμαι ερωτευμένη με τον Άντρα μου .Εκείνη την στιγμή μπαίνει στο μαγαζί ένας μυστηριώδης μεγάλης ηλικίας άντρας και με το που τον βλέπει ο Αχιλλέας έχει αρχίσει να φοβάται. Ο Μυστηριώδης άντρας πιάνει από τον γιακά τον Αχιλλέα και του λέει : άσε ήσυχη την παντρεμένη γυναίκα αλλιώς θα σε βρουν σε χαντάκι. Αχιλλέας: Εντάξει δεν θα την ξανά ενοχλήσω, συγνώμη και γυρνάει στην δουλειά του . Η Άννα του λέει ευχαριστώ και ξεκινάνε να τρώνε τα πιάτα που παρήγγειλαν . Αφού τελείωσαν το φαΐ ο Δημήτρης πλήρωσε και έφυγε με την Μυρτώ και την Άννα και πήγαν στο πατρικό των κοριτσιών . Με το που είδε η Χρύσα τον Δημήτρη ενθουσιάστηκε αλλά όταν είδε τις βέρες στα χέρια του Δημήτρη και της Άννας κατάλαβε ότι έχασε προς το παρών. Ο Δημήτρης και η Άννα πήγαν στο δωμάτιο της Άννας και κλείδωσαν την πόρτα. Η Άννα άρχισε να ξεκουμπονει το πουκάμισο του Δημήτρη. Δημήτρης: Τι θέλετε κυρία Μαρκέτου και είσαστε τόσο βιαστική; ,Άννα: Θέλω τον Κύριο Μαρκέτο. Έτσι ο Δημήτρης και η Άννα κάνουν έρωτα όλο το βράδυ και έπειτα κοιμούνται αγκαλιά.