ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2/ Part 2

81 18 42
                                    

Η Άβα αδυνατούσε να πιστέψει πως μία σχέση μονίμως προβληματική εδώ και χρόνια, θα μπορούσε μέσα σε μία μέρα να βελτιωθεί έστω και στο ελάχιστο. Παρόλα αυτά, κατά πώς φαινόταν, είχαν κάνει μία μικρή πρόοδο γεφυρώνοντας ελάχιστα το μέχρι πρότινος αγεφύρωτο χάσμα.

«Θα θέλατε λίγη μουσική;» τη ρώτησε μη γνωρίζοντας τι άλλο θα ήταν σωστό να ειπωθεί.

«Φυσικά. Αγαπώ τόσο αυτό που σπουδάζω και μία βουβή διαδρομή δίχως ρυθμό θα ήταν μεγάλο κρίμα. Αύριο έχω συνάντηση με τον πολυαγαπημένο μου μέντορα, τον καθηγητή Ράσελ που βρίσκεται στην ανατολική πτέρυγα. Εύχομαι μονάχα να μην αργήσω, όπως συνέβη σήμερα, καθώς κατά πώς φαίνεται η αργοπορία πληρώνεται ακριβά»

Αυτό ήταν μία ξεκάθαρη δήλωση παραπόνου.

«Εντάξει, καθώς το σπίτι μου στην ουσία βρίσκεται προς τον δρόμο σας, αλλά σε μία ανηφόρα, λίγο απόμερα, μπορώ να σας μεταφέρω εγώ ως τον κύριο Ράσελ. Μέχρι να φτιαχτεί το αυτοκίνητό σας φυσικά. Θέλω να πω, και εγώ στο Πανεπιστήμιο πηγαίνω και αν φυσικά δεν έχετε κάποιο πρόβλημα με αυτό, δεν μου είναι κόπος»

Η κοπέλα τον κοίταξε για λίγο λοξά.

«Νομίζω πως προσπαθείτε να εξιλεωθείτε για το γεγονός πως δεν δεχτήκατε την εργασία μου»

Ένα πολύ ελαφρύ και σπάνιο μειδίαμα αυλάκωσε τα χείλη του.

«Δεν αγαπώ τους έμμεσους τρόπους εξιλέωσης, δεσποινίς. Αν ήθελα κυριολεκτικά να το κάνω, απλώς θα τη δεχόμουν»

Φτάνοντας στο σπίτι της, ο Μαρκάμ έριξε ξανά μία ματιά στη γειτονιά την οποία αδυνατούσε να χωνέψει. Απέναντι ακριβώς, υπήρχαν δύο εγκαταλελειμμένες μονοκατοικίες με σπασμένα παράθυρα. Οι κουρτίνες οι σκισμένες χτυπιούνταν, παραδομένες στο ελαφρύ και ψυχρό αεράκι δημιουργώντας ένα απόκοσμο σκηνικό.

«Εδώ είμαστε μία χαρά» ακούστηκε η φωνή της Άβα.

«Όμως η πόρτα σας είναι εκεί»

«Δεν πειράζει. Θα...θα σας καρτερώ το πρωί τότε, γύρω στις οκτώ»

Τη στιγμή που έβγαινε από το αυτοκίνητο και προχωρούσε μπροστά, μία παρέα νεαρών ξεκίνησε να ουρλιάζει σαν να αλυχτούσαν λύκοι, κοιτώντας προς το μέρος της κοπέλας. Οι αρθρώσεις του Σεθ σφίχτηκαν επάνω στο τιμόνι, σε σημείο που άσπρισαν. Του ήταν αδύνατο να την αφήσει να προχωρήσει μέχρι το κατώφλι και ας απείχε μονάχα μερικά μέτρα. Κλειδώνοντας το αυτοκίνητο, έτρεξε για να την προλάβει, ρίχνοντας στα αλητάκια μία παγωμένη ματιά όλο νόημα. Η Άβα ήθελε να γελάσει, ωστόσο δεν έφερε αντίρρηση.

SOLO- μόνοςWhere stories live. Discover now