ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3/Part 1

81 16 52
                                    

Όταν σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, η ανάσα του είχε σχεδόν κοπεί. Τα ατυχήματα και ο κίνδυνος τον τρομοκρατούσαν, ωστόσο, αντικρίζοντας το κορμί του Μάισον δεν μπορούσε να μην τρέξει, ακόμη και με μουδιασμένο κορμί. Περαστικοί είχαν σταματήσει και φώναζαν, ωστόσο ο Σεθ δίχως να καρτερά, σήκωσε με κόπο το κορμί του νεαρού και με τη βοήθεια ενός ακόμη άνδρα, τον τοποθέτησε στα πίσω καθίσματα. Του εξήγησε πως ήταν φοιτητής του και ήταν επείγον να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, το οποίο βρισκόταν ένα τέταρτο μακριά. Ο καιρός αγρίευε, ο ουρανός είχε υιοθετήσει το χρώμα της ζάχαρης και αραιές νιφάδες έκαναν την εμφάνισή τους. Σε όλη τη διαδρομή, ο Σεθ ανάπνεε βαριά και γρήγορα, με τις αρθρώσεις των χεριών του να έχουν ασπρίσει από το σφίξιμο. Το μυαλό του ετοιμαζόταν να περιπλανηθεί στο σκοτεινό παρελθόν, μα δεν θα του το επέτρεπε.

Φτάνοντας, κατέβασε πάντοτε στην αγκαλιά του τον νεαρό, ζητώντας βοήθεια. Δεν είχε ιδέα αν ζούσε ακόμη, όταν τον είδε να χάνεται στους διαδρόμους της εντατικής. Τα χέρια του κάλυψαν το πρόσωπό του με απελπισία. Μισούσε τα νοσοκομεία, μισούσε τη μυρωδιά τους, την εικόνα τους. Η ώρα περνούσε και αν κάτι είχε ξεκινήσει να τον προβληματίζει, αυτό ήταν η απουσία του οποιουδήποτε συγγενή γι' αυτό το παιδί. Όταν είδε τον γιατρό να βγαίνει, τινάχτηκε όρθιος.

«Καλησπέρα σας, είστε ο...»

«Είμαι ο καθηγητής του νεαρού»

«Αρχικά να σας συγχαρώ για την άμεση αντίδρασή σας να τον φέρετε εδώ. Ίσως αν καθυστερούσε λίγο ακόμη, τώρα να μην ήταν ζωντανός. Επίσης, προσπαθούμε να ειδοποιήσουμε τους δικούς του, μα δεν βρίσκουμε κανέναν. Η κατάστασή του είναι πολύ σοβαρή και για την ώρα δεν είναι εκτός κινδύνου. Παρόλα αυτά, διακρίνουμε μία σταθερότητα, κάτι που είναι καλό»

«Έχει τις αισθήσεις του;»

«Ακόμη είναι σε καταστολή»

Ο Σέθ τότε, έβγαλε ευθύς ένα μικρό μπλοκάκι και του έδωσε το τηλέφωνό του.

«Ανεξαρτήτως αν ο πατέρας ή η μητέρα ειδοποιηθούν, θα ήθελα αρχικά να με ενημερώσετε για την κατάστασή του και να του πείτε μόλις συνέλθει, πως για ό,τι χρειαστεί, μπορεί να με υπολογίζει. Δεν...κανείς δεν πρέπει να είναι μόνος του»

Η ώρα ήταν περασμένη. Φοβήθηκε πως η Άβα θα τον αναζητούσε. Ίσως έπρεπε να της το πει. Ήταν ο καλύτερος φίλος της. Κίνησε να φύγει, σκεπτόμενος παράλληλα πως η κοπέλα υποτίθεται πως τον περίμενε για την επιστρέψει σπίτι. Με σιγουριά θα είχε τρελαθεί από την αγωνία της. Οδηγώντας ως τη σκιερή της γειτονιά, για λίγο κοίταξε προς τη μεριά των παραθύρων. Το φως ήταν αναμμένο, σημάδι πως εκείνη ήταν ακόμη ξύπνια. Ξερόβηξε. Ήταν αδύνατον να είχε βρεθεί σε αυτό το κατώφλι συνεχόμενες φορές. Δεν είχε καμία δουλειά, ωστόσο οι συνθήκες αυτή τη φορά ήταν διαφορετικές. Κατέβηκε και χτύπησε το κουδούνι. Περίμενε για λίγο, μετανιώνοντας, όταν την είδε να ανοίγει την πόρτα, φορώντας τις χνουδωτές της πιτζάμες με τα αρκουδάκια.

SOLO- μόνοςWhere stories live. Discover now