ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3/Part 2

102 17 29
                                    

H πόρτα του αυτοκινήτου είχε κολλήσει και ο Σεθ, της έκανε νόημα να ανοίξει το παράθυρο, ώστε να βάλει το χέρι του από μέσα, μήπως με αυτόν τον τρόπο κατόρθωνε να ανοίξει την πόρτα. Η Άβα αισθανόταν τόσο αδύναμη, ενώ ο πονοκέφαλος χτυπούσε κατευθείαν στους κροτάφους της. Αν υπήρχε ωστόσο ένα πράγμα που φρόντιζε να βαστά πολύ γερά, αυτό ήταν η εργασία που με τόσο κόπο είχε κάνει ελπίζοντας σε έναν καλό βαθμό. Κάπου εκεί, ο Σεθ ένιωσε τύψεις. Εξαιτίας του είχε κινδυνέψει η ζωή της. Ήταν τόσο απελπισμένη για αυτόν τον βαθμό, που με βεβαιότητα είχε κερδίσει, σε σημείο που προτίμησε να ρισκάρει την οδήγηση, παρά να καθυστερήσει. Ήταν πράγματι λοιπόν τόσο ανάλγητος; Έτσι τον έβλεπε; Και τι σημασία είχε;

Έπειτα από υπεράνθρωπη προσπάθεια, η πόρτα άνοιξε. Η Άβα θολωμένη προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της που γλιστρούσαν και μούσκευαν. Ο Σεθ άρπαξε την εργασία στο ένα χέρι και με το άλλο τη στήριξε, προκειμένου να κατορθώσουν να φτάσουν μέχρι το σπίτι του. Η Άβα ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν. Ήταν σίγουρη πως ανέβαζε πυρετό. Από τη μία τα ξενύχτια για να κατορθώσει να την ολοκληρώσει, από την άλλη το νοσοκομείο και η αφαγία, είχαν ρίξει κάθε άμυνα του οργανισμού της. Μπαίνοντας, παρατήρησε όσο μπορούσε το σπίτι του. Είχε ξύλινα πατώματα, κάτι που του πρόσδιδε πολύ ζεστασιά, ενώ ήταν όμορφα διακοσμημένο. Γνωρίζοντας τον ψυχρό χαρακτήρα του, όλο αυτό ερχόταν σε βροντερή αντίθεση με τη συμπεριφορά του. Έμοιαζε σαν το τοπίο, να είχε παραμείνει σε έναν παρελθοντικό χωροχρόνο, όπου το φρόντιζαν, ενώ ο ιδιοκτήτης να κινούνταν ολομόναχος στο τώρα.

Ο Σεθ έβγαλε το παλτό του με τη γούνινη επένδυση και την έριξε στην πλάτη της. Κατόπιν την οδήγησε στο σαλόνι, όπου είχε ανάψει το τζάκι. Η ζεστασιά ευθύς αγκάλιασε το κορμί της, παρόλο που τα ρίγη επέμεναν. Ήταν τότε που εκείνος χτυπήθηκε από μία αλήθεια την οποία αγνοούσε χάρη στην αδρεναλίνη. Βρισκόταν ολομόναχος, με την φοιτήτρια που επέμενε να αντιπαθεί, στο σπίτι του. Ήταν άρρωστη και αναγκαστικά θα έπρεπε να έρθουν πιο κοντά, προκειμένου να τη βοηθήσει. Το παλτό δεν αρκούσε. Έπρεπε να αφαιρέσει τα μουσκεμένα παπούτσια και ρούχα της, ίσως να στεγνώσει τα μαλλιά της. Ή μήπως να έφευγε; Την κοίταξε πλαγίως. Το βλέμμα του έκρυβε σκοτάδι και ανησυχία ή καλύτερα φόβο. Φοβόταν όλη αυτήν την κατάσταση. Η παρουσία της στο μάθημά του ήταν ήδη δύσκολη. Την είδε να σκύβει μηχανικά και να παλεύει με τα κορδόνια της.

«Δεσποινίς, αφήστε το. Θα σας βοηθήσω. Επίσης, μη με παρεξηγήσετε, αλλά πρέπει να στεγνώσω τα ρούχα σας. Θα σας φέρω...αναγκαστικά κάτι δικό μου να φορέσετε και μόλις είναι έτοιμα θα σας τα δώσω»

SOLO- μόνοςOnde histórias criam vida. Descubra agora