Ο ουρανός πάνω από το λιμάνι ήταν βαρύς και σκοτεινός, αντανακλώντας την ψυχή του, καθώς το πλοίο έδεσε στην προκυμαία. Τα βήματά του ήταν βαριά και αβέβαια όσο προχωρούσε προς το σπίτι που του είχε ετοιμάσει η σύζυγος του Διογένη. Η επιστροφή του στη γη της Οδησσού, μετά από χρόνια μαχών, έμοιαζε σαν μια ειρωνική ανταμοιβή.
Το πρόσωπό του, σκληρό κι ανέκφραστο, μαρτυρούσε τις δοκιμασίες που είχε περάσει. Κάθε μάχη που είχε κερδίσει είχε αφήσει τα σημάδια της, όχι μόνο στο σώμα του αλλά και στην ψυχή του. Η νίκη δεν του είχε φέρει την πολυπόθητη ειρήνη του. Αντίθετα, η θλίψη και ο θυμός φώλιαζαν βαθιά μέσα του, κάνοντας κάθε του βήμα βαρύτερο.
«Εδώ είσαι.» του είπε ο Διογένης χτυπώντας τον στην πλάτη.
Το σπίτι που τον υποδέχτηκε ήταν μεγάλο αλλά ζεστό, με ένα αναμμένο τζάκι που προσπαθούσε να διαλύσει το κρύο της άνοιξης. Πέρασε την πόρτα και ένιωσε τη σιωπή να τον κατακλύζει. Η απουσία των κραυγών και των χτυπημάτων του σπαθιού ήταν εκκωφαντική. Κοίταξε γύρω του, κάθε γωνιά του χώρου έμοιαζε να αντηχεί τις σκιές όλων εκείνων που είχε χάσει.
Έπεσε σε μια καρέκλα, αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό να ξεφύγει από τα χείλη του. Οι αναμνήσεις τον καταδίωκαν, γεμίζοντας το μυαλό του με εικόνες φωτιάς, αίματος, πληγωμένης αγάπης.
Είχε θελήσει να φύγει απ' αυτήν τη ζωή αλλά η τύχη γελούσε μαζί του, τον περιεπαιζε. Είχε βγει ζωντανός κι είχε βοηθήσει κι άλλους να νικήσουν.
Μια νυχτιά, την νυχτιά που γύρισε από το πύρινο μέτωπο, ακούμπησε το καριοφίλι στον κρόταφο του. Έκλεισε τα μάτια του.
«Θείε! Θείε μου!» άνοιξε τα μάτια του και βρήκε άλλα δυο γνώριμα να τον κοιτάζουν από μακριά.
Δεν θα του προκαλούσε πόνο ποτέ, όχι εκείνου που ήταν ο μόνος που την θύμιζε. Έτσι, με υποσχέσεις για το μέλλον, είχε χαιρετήσει τους Λασκαραίους, είχε φιλήσει τον ανηψιο του στο μέτωπο και είχε επιβιβαστεί στο καράβι για την Οδησσό.
Και κάπως έτσι, οι μέρες στην Οδησσό ξεκίνησαν να περνούν. Αργα· λες και είχαν κολλήσει στον ίδιο μελαγχολικό και άτονο ρυθμό. Ξυπνούσε με την πρώτη αχτίδα του ήλιου που έσπαζε το σκοτάδι του δωματίου του, αλλά δεν ένιωθε καμία ανακούφιση από το φως της ημέρας, μα ούτε από το καινούριο στρώμα κάτω από το κατεστραμμένο κορμί του.
Κοιτούσε συχνά έξω από το παράθυρο, παρακολουθώντας τους περαστικούς που έμοιαζαν να ζουν σε έναν κόσμο ξένο από τον δικό του κι ας βρισκόταν εκεί, στην Οδησσό του. Η θέα της θάλασσας, άλλοτε πηγή έμπνευσης και ελπίδας, τώρα έμοιαζε να τον πνίγει με την απέραντη μοναξιά της. Κανένας σκοπός κι ο χρόνος φαινόταν να έχει χάσει το νόημα του.
YOU ARE READING
Κι αν...
FanfictionΟ Αντρέι γυρίζει στην Οδησσό χρόνια μετά... *(όχι τόσο καλογραμμένο, απλά μια ιδέα που είχα στο μυαλό μου)