6. Αγαπητέ μου θείε

206 9 0
                                    

Βλεφαρισε μέχρι να καθαρίσει η όραση του και άπλωσε το χέρι του να βρει το σώμα της. Έψαξε για λίγο, μα μόνο ύφασμα και κρύο βρήκε. Μουρμούρισε το όνομα της ύστερα και όταν απάντηση δεν πήρε, γύρισε να βρει τη μοναξιά του.

Σηκώθηκε καθιστός και έτριψε το πρόσωπο του. Προσπάθησε να ακούσει μπας και κάποιος ήταν μέσα στο σπίτι του, αλλά μονάχα τα γνώριμα, μικρά βηματάκια της Ντάρια κατάφερε να ακούσει.

Βυθίστηκε σε σκέψεις τρελές και πανικοβλήθηκε όταν κανένα απομεινάρι πως υπήρξε στον χώρο δεν βρήκε.

Τα σκεπάσματα στη μεριά της ήταν σχεδόν μαζεμένα και τα τράβηξε. Χαμογέλασε. Τα μάτια του ταξίδεψαν στα κοκκινάδια και με μια βαθιά εκπνοή ξάπλωσε πίσω ξανά. Δεν ήταν στο μυαλό του, τίποτα δεν ήταν στο μυαλό του μονάχα.

Ο ήλιος ήταν ακριβώς στα μέσα του ουρανού χρωματίζοντας τον με κίτρινες και χρυσαφένιες αποχρώσεις. Ο Αντρέι περπατούσε προς το μικρό καφενείο τους, τα βήματα του ελαφριά και γοργά, με ένα μικρό, τόσο δα χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό του. Εκεί τον περίμεναν ο Κοσμάς και ο Διογένης, όπως είχαν κανονίσει από την προηγούμενη.

«Καλημέρα, Αντρίκο.» φώναξε ο Κοσμάς, σηκώνοντας το χέρι του σε χαιρετισμό. «Καλά είσαι, ωρέ;»

Εγνευσε και κάθισε στο ξύλινο τραπέζι κοντά τους, κοιτάζοντας τους με ζεστασιά. «Πως είστε;» απάντησε με μιαν ερώτηση, με τη φωνή του πιο ελαφριά απ' ό,τι συνήθως.

Ο Διογένης, που ήταν πιο παρατηρητικός, τον κοίταξε με περιέργεια. «Έχεις κάτι το διαφορετικό σήμερα, είσαι σίγουρα καλά, παλικάρι μου;»

Απέφυγε να συναντήσει τα βλέμματα τους, κοιτάζοντας μακριά προς την πόρτα του καφενέ. «Τίποτα ιδιαίτερο. Απλά καλή διάθεση.»

Ο Κοσμάς έσκυψε πιο κοντά, με ένα βλέμμα γεμάτο περιέργεια και κατανόηση. «Εγώ έτσι μονάχα άλλη μια φορά σε έχω ξαναδεί.» του φανέρωσε.

Ο Αντρέι έστρεψε το βλέμμα του απότομα προς τον Κοσμά, το χαμόγελο του λίγο πιο σφιγμένο. «Δεν ξέρω για τι μιλάς, Κοσμά.»

Μίλησαν για το επόμενο καργκο για την Ελλάδα κι ύστερα για την εκδήλωση που σχεδίαζε ο Διογένης σπίτι του σε έναν μήνα. Ο Κοσμάς μοιράστηκε μαζί τους πως του είχαν αναθέσει την επίβλεψη πια κι ότι δεν ήταν απλός εργάτης και παρήγγειλαν και ένα κρασάκι να το γιορτάσουν.

Κι ο δρόμος κι ο νους του, τον έβγαλαν σον Γκρέτσκα με ένα τριαντάφυλλο λευκό στο χέρι. Δεν είχε σκοπό να επιβάλλει την παρουσία του σε 'κείνη, όχι ξανά. Οπότε βρήκε ευκαιρία να συναντήσει την Ουρανία μοναχή της όταν έφυγε μια πελάτισσα.

Κι αν...Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang