Δύο μήνες πέρασαν και δεν την είχε ξαναδεί. Μόνο στα όνειρα του κι εκείνα μικρά, κομμένα κι άσχημα.
«...Σου έστειλα κι αυτά που έφτιαξα με τις πένες που μου έστειλες. Σε ευχαριστώ. Ο παππούς με ρώτησε εάν είσαι ακόμη στενοχωρημένος κι αγέλαστος, αλλά εγώ θυμάμαι να χαμογελάς. Μην του πεις ότι στο είπα! Περιμένω να περάσουν τα χρόνια και να έρθω να σε βρω αφού εσύ δεν θέλεις να έρθεις. Μου το είπε κι αυτό ο παππούς. Ούτε τούτο μην του πεις ότι στο είπα! Ελπίζω να σου αρέσουν οι ζωγραφιές. Σ'αγαπώ, θείε.»
Τα μάτια του βρήκαν τις ζωγραφιές από τα υποτιθέμενα τοπία της Μάνης για να μην τα ξεχάσει. Πέρασε το δάχτυλο του από εκείνες τις γραμμές που έμοιαζαν με βράχους και χαμογέλασε. Το παιδί μας. Γιατί το 'χε πει αυτό; Γιατί του το είχε κάνει αυτό;
Έγραψε αμέσως πίσω για να του πει πως είναι εντάξει και πως αγόρασε ένα άλογο που έμοιαζε με το δικό του, εκείνο το λευκό με τα έξυπνα μάτια. Να του πει για το σπίτι του και μετά για τον Κοσμά που είχε γίνει κι εκείνος ένα με την ελληνική κοινότητα, μα τα Ρωσικά του ήταν άθλια και άκρως ακαταλαβίστικα.
Έκλεισε την επιστολή και βημάτισε μέχρι την πόρτα, αφήνοντας τις ζωγραφιές απλωμένες στο τραπέζι του για να τις βρει ξανά μόλις γυρίσει και να ξανά ζεσταθεί το μέσα του.
«Θα πάμε αύριο στου Διογένη;» ακούμπησε χάμω το σανό ο Κοσμάς.
«Όχι, καλύτερα να πας.» του απάντησε.
«Έλα ρε καπετάνιε, πάμε να δούμε λίγο κόσμο.» επέμεινε.
«Κοσμά, δεν είμαι καπετάνιος, σταματά το αυτό πια.» του είπε απότομα, κάνοντας τον άλλον άντρα να σοβαρέψει και να σφίξει τα σαγόνια του.
Η υγρή, φθινοπωρινή ατμόσφαιρα γέμιζε τους δρόμους με μια απόκοσμη σιωπή, και οι κάτοικοι περπατούσαν βιαστικά, κουβαλώντας την καθημερινότητά τους μέσα στα μονοπάτια της πόλης. Μέσα σε αυτή την μεγαλούπολη, η εκκλησία του Αγίου Παύλου στεκόταν επιβλητικά, με τα ψηλά της καμπαναριά να αγγίζουν τον ουρανό.
Πέρασε την πύλη της εκκλησίας με αργά βήματα, όπως ακριβώς τον είχαν φέρει εκεί, αναζητώντας παρηγοριά στη γαλήνη του ιερού χώρου. Το ημίφως από τα κεριά χόρευε στους τοίχους, ενώ η μυρωδιά του λιβανιού γέμιζε τον αέρα ευχάριστα. Προχώρησε προς το εσωτερικό, απολαμβάνοντας τη σιωπή.
Ξάφνου, την είδε. Στεκόταν μπροστά στο ιερό, με το κεφάλι ελαφρώς σκυμμένο και τα χέρια της ενωμένα, κρατώντας ένα αναμμένο κερί. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Ήταν εκείνη, ήταν εκεί.
KAMU SEDANG MEMBACA
Κι αν...
Fiksi PenggemarΟ Αντρέι γυρίζει στην Οδησσό χρόνια μετά... *(όχι τόσο καλογραμμένο, απλά μια ιδέα που είχα στο μυαλό μου)