8. Τόσο παράξενο

220 8 2
                                    


Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε και η Ασημίνα μπήκε μέσα, συνοδευόμενη από τον Κύριακο. Έμοιαζε με οπτασία, με το λευκό της φόρεμα να κυματίζει απαλά καθώς περπατούσε. Ήταν στολισμένο με λεπτή δαντέλα και κεντημένο με μικρές πέρλες, που λαμπύριζαν στο φως των κεριών. Τα μαλλιά της, πιασμένα σε έναν κομψό κότσο, στόλιζαν μια διακριτική τιάρα, ενώ μερικές ελεύθερες μπούκλες έπεφταν απαλά στους ώμους της.

Το πρόσωπό της ακτινοβολούσε από χαρά και συγκίνηση, και τα μάτια της έλαμπαν σαν άστρα. Τα μάτια αυτά, βαθιά και γαλανά, συναντήθηκαν με τα μάτια του, κι εκείνος ένιωσε την καρδιά του να γεμίζει με ανείπωτη αγάπη και ευτυχία. Κάθε βήμα που έκανε προς αυτόν έμοιαζε με αιωνιότητα, και ειλικρινά το μόνο που ήθελε ήταν να έρθει σε αυτόν. Να γίνει ένα με αυτόν υπό τα ιερά που πίστευε εκείνη τόσο και είχε κάνει οι αυτόν να πιστεύει. Το μόνο που ήθελε ήταν να είναι δίπλα της.

Ο Κύριακος, κρατώντας τρυφερά το χέρι της, την οδήγησε. Ο Αντρέι την πήρε από το χέρι με το που τον έφτασαν, κοιτάζοντάς την με δέος και ευγνωμοσύνη. Επιτέλους. Ύστερα από τόσα χρόνια, τόση μιζέρια, οργή κι αδικία. 

Η τελετή ήταν λιτή και συγκινητική. Οι όρκοι τους αντηχούσαν στην εκκλησία, γεμάτοι υποσχέσεις αγάπης, πίστης και αφοσίωσης.

Μετά την ανταλλαγή των δαχτυλιδιών, οι καμπάνες ήχησαν ξανά, αυτή τη φορά αναγγέλλοντας τον νέο δρόμο που θα πορευτούν μαζί. Η εκκλησία γέμισε από χειροκροτήματα και ευχές, καθώς ο Αντρέι και η Ασημίνα περπατούσαν χέρι-χέρι προς το φως της νέας τους ζωής.

Στάθηκαν έξω από τον ναό οι δυο τους και κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια. Ο Αντρέι έσκυψε λίγο κι εκείνη τον βρήκε στην μέση να γευτεί τα χείλη του ως γυναίκα του πια.

Σαν κεραυνός, όλα τα νεύρα των σωμάτων τους ταράχτηκαν. Τρεμούλιασαν λες και είχαν τρομάξει απ'όλον αυτόν τον χείμαρρο που ένιωσαν.

Η Ασημίνα βλεφάρισε και την κοιταξε βαρυανασαίνοντας.

«Τόσο παράξενο.» είπε χαμηλόφωνα και του έσφιξε το χέρι.

«Αλλά όμορφο.» της απάντησε κρατώντας την σφιχτά από τη μέση της.

«Δεν είμαι ακριβώς η ίδια,» του θύμισε. «Αλλά εσύ με θέλεις ακόμη.»

Ο,τι είχε γίνει ίσως ήταν της μοίρας γραφτό· ειμαρμενο και πονεμένο.

«Πάντα θα σε θέλω, αγάπη μου.» της είπε και όλα γύρω τους θόλωσαν.

Κι αν...Where stories live. Discover now